Δεν περιμένουν την κοινωνία νέα μέτρα λιτότητας, επισήμανε ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, μιλώντας στην ΕΡΤ και την εκπομπή «Στο Κέντρο» και τους Γιώργο Κουβαρά, Θάνο Τσίρο και Νίκο Φιλιππίδη, ερωτηθείς σχετικά και κάνοντας διαχωρισμό στην περίοδο έως το 2024 και μετά από αυτό το χρονικό σημείο.
Συγκεκριμένα, είπε: «Να διακρίνουμε λίγο το 2024 σε σχέση με το μετά το 2024. Για το 2024 ουσιαστικά έχουμε συμφωνήσει σε ευρωπαϊκό επίπεδο ότι θα πρέπει να βελτιωθούν τα δημόσια οικονομικά μας και ουσιαστικά θα τεθούν από την Ευρώπη κάποιοι στόχοι οι οποίοι δεν θα έχουν συνάρτηση με το υφιστάμενο δημοσιονομικό πλαίσιο ή με αυτό το οποίο θα προκύψει. Σε αυτή την κατάσταση εκτιμάται ότι το ζητούμενο για την Ελλάδα θα είναι ένα πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως περίπου του 2% για το 2024, 2% του ΑΕΠ».
Ανάμεσα σε άλλα, τόνισε: «Τα τελευταία τρία χρόνια αυτή η κυβέρνηση αναβάθμισε την ελληνική οικονομία 12 φορές. Άρα εάν υπήρχαν πολιτικές αναταράξεις, αν υπήρχε πολιτική αστάθεια, μπορεί όπως απεδείχθη στο παρελθόν, όταν είχαμε και υποβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας να μην είχαμε τα θετικά αποτελέσματα που σήμερα έχουμε».
Ενώ πρόσθεσε:
«Το θέμα δεν έχει να κάνει με το αν είναι αυτοδύναμη μια κυβέρνηση ή αν είναι κυβέρνηση συνασπισμού. Έχει να κάνει με το τι πρόγραμμα υλοποιεί και πόσο ρεαλισμός υπάρχει. Αλλά είδαμε και κυβερνήσεις να έχουν υποσχεθεί ότι “θα σκίσουν τα μνημόνια” και να υπογράφουν το μνημόνιο. Πάντως επί της ουσίας η αλήθεια είναι ότι έχουμε φτάσει πολύ κοντά στην επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας».
«Ποτέ δεν καλλιεργώ υπερβολικές προσδοκίες για κάτι. Είναι πολύ κοντά στη διεξαγωγή εκλογών. Παρά ταύτα έχουμε κάποια θετικά μηνύματα και ειδήσεις στην ελληνική οικονομία με κορυφαία -σε ότι αφορά τους οίκους αξιολόγησης- το γεγονός ότι σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα το 2022 σταθεροποίησε τα δημόσια οικονομικά της. Υπενθυμίζω ότι πριν από λίγους μήνες οι εκτιμήσεις του υπουργείου Οικονομικών στον προϋπολογισμό ήταν ότι το 2022 θα έχουμε ένα πρωτογενές έλλειμμα της τάξεως του 1,6% του ΑΕΠ. Φαίνεται ότι αυτό γίνεται μηδέν – ή τείνει στο μηδέν. Αυτό είναι πολύ μεγάλη βελτίωση χωρίς μέτρα λιτότητας, τουναντίον με πολύ μεγάλη βοήθεια στην κοινωνία, από τα υψηλότατα πακέτα στήριξης το 2022 στις κοινωνίες – ήταν στην ελληνική κοινωνία. Αλλά είναι πολύ σημαντικός δείκτης που αξιολογείται πάντα σημαντικά από τους οίκους αξιολόγησης».
«Αρκετές χώρες επιδιώκουμε να υπάρξει λύση η οποία να έχει στοιχεία ρεαλισμού ως προς τους δημοσιονομικούς στόχους που θα τεθούν. Είναι μια συζήτηση η οποία θα κρατήσει αρκετούς μήνες. Ευελπιστώ ότι θα ολοκληρωθεί έγκαιρα μέσα στο 2023 και αυτό θα θέσει τους στόχους για το μετά το 2024. Ως προς το αν την ελληνική κοινωνία την περιμένουν μέτρα λιτότητας, η απάντηση είναι “όχι”. Απεδείχθη ότι μπορούμε να επιτυγχάνουμε στόχους. Μπορούμε να επιτυγχάνουμε δημοσιονομικές προσαρμογές. Μπορούμε να επιτυγχάνουμε πρωτογενή πλεονάσματα μέσα από την ανάπτυξη μέσα από την φορολογική συνείδηση και μέσα από την μείωση της φοροδιαφυγής. Και μπορώ να σας πω συγκεκριμένα στοιχεία και για τους τρεις πυλώνες που ήταν κομβική για τη σημαντική βελτίωση των δημόσιων οικονομικών το 2022».
«Εκτιμούμε ότι θα υπάρχει δημοσιονομικός χώρος και για τη μονιμοποίηση κάποιων παρεμβάσεων (…) Από 1/1/2024 θα υπάρξει νέα αύξηση στους δημόσιους υπαλλήλους (…) Η προτεραιότητά μας είναι η αύξηση των μισθών (…)», πρόσθεσε ακόμη, μεταξύ άλλων. Τόνισε, ακόμη:
«Να ξεκαθαρίσω ότι οι περισσότεροι φόροι είναι μόνιμοι φόροι, μόνιμες μειώσεις φόρων για την ακρίβεια μόνιμες μειώσεις φορολογικών συντελεστών. Υπενθυμίζω ο φόρος στα φυσικά πρόσωπα από το 22 στο 9% για τη χαμηλότερη κλίμακα είναι μόνιμος και παραμένει, η μείωση των ασφαλιστικών εισφορώνμ το ίδιο, η μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 35%, επίσης. Όπως και η μείωση του φόρου στις επιχειρήσεις στο 22% από 29 (…)».
Ο υπουργός Οικονομικών σημείωσε ότι η φοροδιαφυγή έχει μειωθεί, αν και δεν μηδενίζεται, ενώ τόνισε ότι ολοένα και προσεγγίζεται ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος.
Σημείωσε, ανάμεσα σε άλλα:
«Υπάρχει συνέπεια λόγων και έργων χωρίς να αξιοποιήσουμε τη δημοσιονομική χαλαρότητα που υπήρχε, αλλά γιατί τα περισσότερα αυτά τα κάναμε πριν προκύψει η δημοσιονομική χαλαρότητα. Η δημοσιονομική χαλάρωση ουσιαστικά μας βοήθησε να αυξήσουμε τις δαπάνες. Στους φόρους λειτουργήσαμε με βάση το προεκλογικό μας πρόγραμμα. Σήμερα που μιλάμε και για την επόμενη τετραετία, πρόταγμα μας είναι πάλι η βελτίωση του διαθέσιμου εισοδήματος του πολίτη, κυρίως μέσα από τις αυξήσεις των μισθών. Θα επιδιώξουμε να δημιουργηθεί δημοσιονομικός χώρος για να κάνουμε και κάποιες παρεμβάσεις στο σκέλος των ακόμα μεγαλύτερων μείωση των φόρων.
(…) Ενδεικτικά μπορώ να σας πω ότι για παράδειγμα στον δημόσιο τομέα έχουμε ήδη αύξηση απολαβών στους δημοσίους υπαλλήλους, γιατί καταργήθηκε η εισφορά αλληλεγγύης. Έχουμε αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων γιατί καταργήθηκε η εισφορά του 1% στο Ταμείο Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων. Έχουμε αύξηση απολαβών σε κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων, όπως είναι οι γιατροί και οι ένστολοι κατά 10%, μόνιμη παρέμβαση. Έχουμε ήδη παρέμβαση σε ότι αφορά το κίνητρο επίτευξης στόχων σε σειρά δημοσίων υπαλλήλων. Έχουμε πει ότι από 1/1/24 θα υπάρξει και μια νέα πρόσθετη αύξηση των απολαβών των δημοσίων υπαλλήλων της τάξης που σήμερα εκτιμάται 500 εκατ. ευρώ. Άρα, για παράδειγμα, για τους δημοσίους υπαλλήλους υπάρχουν παρεμβάσεις που από το 24 και μετά θα αθροίζουν μόνιμα ένα δισεκατομμύριο ευρώ ετησίως».