«Όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα μικρό καλάθι», λέει ο λαός μας.
Και αυτό ισχύει απολύτως για τις κυβερνητικές θριαμβολογίες σχετικά με την τελευταία απόφαση του Eurogroup για τη χώρα μας.
Σύμφωνα με την απόφαση, την οποία συνυπέγραψε και η ελληνική πλευρά:
1ον. Η 2η αξιολόγηση δεν έκλεισε, παρά τις περί του αντιθέτου συνεχείς διαβεβαιώσεις της Κυβέρνησης.
Έτσι, ένα σημαντικό χρονικό «ορόσημο» χάθηκε, η αβεβαιότητα διατηρείται, η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης καθυστερεί, ο λογαριασμός των μέτρων «ανεβαίνει», η αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου αναβάλλεται, η ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, που θα έπρεπε να είχε γίνει από το Μάρτιο του 2015, μετατίθεται.
2ον. Καταγράφεται δημοσιονομικό κενό για το 2018, το οποίο θα πρέπει να καλυφθεί με νέα, επώδυνα μέτρα λιτότητας, πέραν αυτών που ήδη έχει πάρει η σημερινή Κυβέρνηση, ύψους 9 δισ. ευρώ μέχρι σήμερα.
3ον. Επιβεβαιώνεται ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι θα παραμείνουν υψηλοί, στο 3,5% του ΑΕΠ, για αρκετά χρόνια μετά το 2018.
Η Κυβέρνηση, μάλιστα, δεσμεύτηκε στην επίτευξη αυτών των στόχων, με την εφαρμογή νέων διαρθρωτικών μέτρων και τη μονιμοποίηση της χρήσης του δημοσιονομικού «κόφτη».
Δεσμεύτηκε συνεπώς σε μόνιμους μηχανισμούς εποπτείας της ελληνικής οικονομίας, πέραν της ολοκλήρωσης του 3ου Μνημονίου, οδηγώντας ουσιαστικά τη χώρα σε ένα 4ο Μνημόνιο.
Έτσι όμως στραγγαλίζεται η οικονομία και φεύγουν οι επενδύσεις από τον τόπο.
4ον. Τα βραχυπρόθεσμα μέτρα που αποφασίστηκαν για το χρέος, τα οποία έρχονται να καλύψουν μόνο μέρος του κόστους που επέφεραν οι ανερμάτιστοι χειρισμοί της σημερινής Κυβέρνησης, αν και κινούνται προς τη θετική κατεύθυνση, είναι λίγα, θα έχουν θετική επίπτωση σε βάθος χρόνου, δεν συνδυάζονται με μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, αλλά αντιθέτως συνοδεύονται από βαρύ τίμημα για τους πολίτες, με πρόσθετα μέτρα λιτότητας.
Συγκεκριμένα, με τη συγκεκριμένη δέσμη παρεμβάσεων προβλέπεται:
α) σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, μέχρι τουλάχιστον το 2022, να υπάρξει επιβάρυνση της βιωσιμότητας του χρέους λόγω της αύξησης των επιτοκίων (άρα και των τόκων εξυπηρέτησης του χρέους),
β) στη συνέχεια και μέχρι το 2030, να υπάρξει οριακή βελτίωση της βιωσιμότητας του χρέους (το χρέος, το 2030, εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά μόλις 2,5% του ΑΕΠ σε έναν λόγο χρέος/ΑΕΠ = 131%!), και
γ) ακολούθως, σε μεγάλο βάθος χρόνου και μετά το 2040, να υπάρξει μερική βελτίωση των δεικτών του χρέους και των χρηματοδοτικών αναγκών ως προς το ΑΕΠ.
Και όλα αυτά προϋποθέτουν την πλήρη επίτευξη των, για πολλά χρόνια, υψηλών δημοσιονομικών στόχων.
Ενώ τα όποια αναγκαία μεσο-μακροπρόθεσμα μέτρα παραπέμπονται για το 2018, μετά την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος, γι’ αυτό και απουσιάζει η οποιαδήποτε αναφορά σε αυτά στο κείμενο συμπερασμάτων.
Συνεπώς, αυτές οι παρεμβάσεις στο χρέος δεν έχουν καμία σχέση με τη διπλή αναδιάρθρωση του 2012, η οποία οδήγησε σε σημαντική απομείωση του χρέους τόσο σε ονομαστική όσο και σε παρούσα αξία.
Και σε μείωση κατά 50% των δαπανών για τόκους εξυπηρέτησης του χρέους, τόσο ως απόλυτο αριθμό όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Ούτε φυσικά αυτές οι παρεμβάσεις έχουν οποιαδήποτε σχέση με τις Κυβερνητικές υποσχέσεις περί «διαγραφής» και «κουρέματος» του χρέους.
Συμπερασματικά, η Κυβέρνηση, για ακόμη μία φορά, «έβαλε τον πήχυ ψηλά και πέρασε από κάτω».
Αυτό είναι το οδυνηρό αποτέλεσμα της αναξιοπιστίας και της ανεπάρκειάς της.