“Η Κυβέρνηση επιδεικνύει ιδεοληπτική εμμονή στην εφαρμογή πολιτικής αύξησης των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών”
Πρόσφατα καταγγείλατε την Kυβέρνηση για υπέρμετρη αύξηση των φόρων και κάνατε λόγο για συνταγή δίχως οικονομική λογική. Ποια είναι η αντιπρόταση της Νέας Δημοκρατίας προκειμένου αφενός να μην αφυδατωθεί περαιτέρω οικονομικά ο πολίτης και αφετέρου να μη βρεθεί ξανά η Ελλάδα στο στόχαστρο των δανειστών;
Πράγματι, η Κυβέρνηση επιδεικνύει ιδεοληπτική εμμονή στην εφαρμογή πολιτικής αύξησης των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών.
Πολιτική που έχει αποδειχθεί, ήδη από το 1ο Μνημόνιο, ότι είναι οικονομικά αναποτελεσματική και κοινωνικά άδικη, αφού οδηγεί σε στέγνωμα την οικονομία, «σκοτώνει» ότι παραγωγικό έχει απομείνει, δημιουργεί δημοσιονομικά κενά, «δυναμιτίζει» κάθε προοπτική ανάπτυξης, φτωχοποιεί περαιτέρω την κοινωνία.
Η θέση-πρόταση της Νέας Δημοκρατίας είναι η σταδιακή μείωση των φορολογικών συντελεστών.
Αυτό μπορεί να γίνει: α) με την περαιτέρω ενίσχυση των κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας, β) με την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, όπως έγινε το 2014 με τη μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση, του ΕΦΚ στο πετρέλαιο θέρμανσης, των ασφαλιστικών εισφορών, της έκτακτης εισφοράς αλληλεγγύης κ.α., γ) με την αξιοποίηση δημοσιονομικών ισοδυνάμων από την πλευρά των δαπανών, όπως είναι η μείωση των λειτουργικών εξόδων, η αξιολόγηση των δαπανών, ο αυστηρότερος έλεγχος της λειτουργίας και της εκτέλεσης των προϋπολογισμών των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης κ.α., δ) με τον περιορισμό της φοροδιαφυγής, μέσα και από την εκτεταμένη χρήση πλαστικού χρήματος, και ε) με τη μείωση των μεσομακροπρόθεσμων στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα, στο ύψος του 2% του ΑΕΠ.
Εκτιμώ ότι αυτή η πολιτική είναι ρεαλιστική και εφ’ όσον συνδυαστεί με Κυβερνητική αξιοπιστία και με την εμπροσθοβαρή υλοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών και αποκρατικοποιήσεων θα γίνει αποδεκτή από τους δανειστές.
Πάντως, το ευρωπαϊκό περιβάλλον γίνεται όλο και πιο «σκληρό». Το είδαμε τώρα και με την Ισπανία και την Πορτογαλία, όπου παρά την εκτίμηση ορισμένων ότι το Brexit θα οδηγούσε την ΕΕ σε άλλες λογικές, η αυστηρότητα μάλλον εξαντλείται. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, και με δεδομένες τις βαριές δεσμεύσεις της χώρας, πως μπορεί να αναζητηθεί και κυρίως να επιβληθεί μία άλλη «συνταγή»;
Εκτιμώ ότι υπάρχουν τα περιθώρια να υλοποιηθεί μία άλλη συνεκτική οικονομική πολιτική. Πολιτική που θα εδράζεται:
1ον. Στην υλοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών, ενδεικτικά στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, στη λειτουργία του κράτους και των θεσμών, στα πεδία της ενέργειας και του ανταγωνισμού.
2ον. Στην υλοποίηση αποκρατικοποιήσεων και στην αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, χωρίς παλινδρομήσεις και «πόνο ψυχής».
3ον. Στην ενίσχυση της ρευστότητα της οικονομίας, με την εμπροσθοβαρή αξιοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων, την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, την εκκαθάριση του ενεργητικού και την ενίσχυση του παθητικού των πιστωτικών ιδρυμάτων.
4ον. Στη σταδιακή μείωση των φορολογικών συντελεστών, για την οποία ήδη αναφέρθηκα.
5ον. Στην ενίσχυση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους, η οποία επιβαρύνθηκε από τους ανερμάτιστους κυβερνητικούς χειρισμούς των τελευταίων μηνών.
6ον. Στην υιοθέτηση και εφαρμογή ενός εθνικού στρατηγικού σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης της οικονομίας, παράλληλα προς το πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής, που θα στοχεύει σε μία ανταγωνιστική και εξωστρεφή οικονομία.
Συμμερίζεστε την εκτίμηση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γ. Στουρνάρα, ότι δεν θα ενεργοποιηθεί ο «κόφτης» το 2017 καθώς και ότι το πρωτογενές πλεόνασμα ίσως είναι και διπλάσιο του στόχου. Είπε συγκεκριμένα ότι «η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά πως όχι μόνο θα φτάσουμε το στόχο πλεονάσματος του 0,5%, αλλά ίσως το διπλασιάσουμε, αρκεί να μην καθυστερήσουμε το κλείσιμο αξιολόγησης».
Θεωρώ ότι ο κ. Διοικητής υποεκτιμά τα αδύνατα σημεία της εφαρμοζόμενης πολιτικής και τις αβεβαιότητες του ευρύτερου περιβάλλοντος.
Για παράδειγμα, η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ύφεση 0,3% για το 2016, ενώ η εκτίμησή μου είναι ότι θα είναι βαθύτερη. Θυμίζω ότι οι περισσότεροι οικονομολόγοι και τα ερευνητικά κέντρα προβλέπουν βαθύτερη ύφεση, που μπορεί να φτάσει ακόμη και το 1%.
Επίσης υποεκτιμά τον κίνδυνο που συνδέεται με την υπερβολική έμφαση στις αυξήσεις φόρων, η οποία, σύμφωνα με την Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, μπορεί να έχει ως «δευτερογενή επίδραση την απόκλιση των δημοσιονομικών στόχων από τα έσοδα». Ειδικά όταν έχει εξαντληθεί η φοροδοτική ικανότητα των πολιτών, όπως αποδεικνύει η διόγκωση των ληξιπρόθεσμων φορολογικών οφειλών των πολιτών, κατά περίπου 5 δισ. ευρώ το πρώτο πεντάμηνο του έτους.
Και φυσικά τον υπαρκτό κίνδυνο να μην κλείσει έγκαιρα η 2η αξιολόγηση, όπως απέδειξε η 7μηνη καθυστέρηση ολοκλήρωσης της 1ης αξιολόγησης, καθυστέρηση η οποία «βάρυνε» πολύ το «λογαριασμό» των μέτρων.
Σε κάθε περίπτωση, θα παρακολουθούμε την εκτέλεση του προϋπολογισμού.
Εύχομαι να μην χρειαστεί η ενεργοποίηση του «κόφτη». Αυτή όμως η εξέλιξη να μην επιτευχθεί με συνέχιση της «εσωτερικής στάσης πληρωμών» που κήρυξε η Κυβέρνηση από τις αρχές του 2015 και η οποία έχει τεράστιο κόστος στην ελληνική οικονομία.
Γιατί το λέτε αυτό; Η Κυβέρνηση ξεκίνησε να αποπληρώνει ληξιπρόθεσμες οφειλές.
Σύμφωνα με το 3ο Μνημόνιο, του Αυγούστου του 2015, η αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών θα έπρεπε να ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του 2016.
Τελικά, εφέτος, θα αποπληρωθούν οι μισές, δηλαδή περίπου 3,5 δισ. ευρώ από τα 7 δισ. ευρώ που σωρεύθηκαν μέχρι σήμερα.
Άρα θα φτάσουμε εκεί που ήμασταν το 2014.
Και ο στόχος της αποπληρωμής μετατίθεται, στην καλύτερη περίπτωση, για το 2017.
Και αυτό, υπό την προϋπόθεση ότι στο μεσοδιάστημα δεν θα δημιουργηθεί μια νέα «γενιά» ληξιπρόθεσμων οφειλών, κάτι που είναι εξαιρετικά αμφίβολο με τη σημερινή ανερμάτιστη διακυβέρνηση.
Διακυβέρνηση που οδήγησε τη χώρα στην ύφεση, κατάσταση στην οποία και παραμένει.
Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι «αυτά που έφερε πίσω ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας από την Κίνα δεν τα είχε καν φανταστεί ο κ. Αντ. Σαμαράς». Εσείς υπήρξατε εκ των βασικών κυβερνητικών συνεργατών του πρώην Πρωθυπουργού. Ποιο είναι το δικό σας σχόλιο; Πώς κρίνετε τις συμφωνίες που κλείστηκαν από τη σημερινή Κυβέρνηση με την κινεζική ηγεσία;
Καταρχήν να θυμηθούμε ότι τον «δρόμο» με την Κίνα τον «άνοιξε», με στρατηγική διορατικότητα, πρώτος ο κ. Καραμανλής, εν μέσω οξύτατης πολεμικής από τα κόμματα της τότε αντιπολίτευσης, μεταξύ των οποίων και ο ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτόν τον δρόμο «διάνοιξε» ο κ. Σαμαράς.
Αυτόν το δρόμο, με παλινωδίες και αμφισημίες, φαίνεται να «βαδίζει» και ο κ. Τσίπρας.
Είναι θετική εξέλιξη για τη χώρα μας να υπάρξει συνέχεια, χωρίς μιζέριες.
Εύχομαι να αξιοποιήσουμε αυτή τη στρατηγική συνεργασία και να μεγιστοποιήσουμε τα θετικά αποτελέσματα για τη χώρα μας.
Άλλωστε, επί αυτών κρινόμαστε όλοι.
2016-07-16 ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ_ΤΟ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ