Προεκλογικά κατηγορούσατε τον ΣΥΡΙΖΑ για επιδοματική πολιτική. Τελικά προχωρήσατε και σε νέο επίδομα, με το Market Pass. Τι λέτε;
Ο ΣΥΡΙΖΑ, στη διάρκεια της κυβερνητικής θητείας του, επέβαλε νέους φόρους και αύξησε πολλούς προϋπάρχοντες, συμπιέζοντας – κυρίως – τη μεσαία τάξη, προκειμένου να δώσει στη συνέχεια ορισμένα επιδόματα. Προφανώς, η πολιτική αυτή δεν έχει καμία σχέση με την πολιτική της σημερινής Κυβέρνησης.
Η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, από τον Ιούλιο του 2019, υλοποιεί με συνέπεια – παρά τις αντίξοες συνθήκες που προκάλεσαν, διεθνώς, οι πολυ-επίπεδες κρίσεις – μια συνετή οικονομική πολιτική, με κύριο άξονα τις μειώσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, ιδίως για τη μεσαία τάξη. Μειώσεις που συνεχίζονται το νέο έτος. Μάλιστα, η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην Ευρώπη που εφαρμόζει το 2023 μόνιμες μειώσεις φόρων, όπως είναι:
Επίσης, κάνουμε πράξη την κατάργηση, υπό προϋποθέσεις, του τέλους επιτηδεύματος και επεκτείνουμε τους μειωμένους συντελεστές ΦΠΑ σε συγκεκριμένα αγαθά και υπηρεσίες.
Παράλληλα, καλούμαστε, βεβαίως, να αμβλύνουμε τις επιπτώσεις των εξωγενών κρίσεων που προανέφερα σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Στο πλαίσιο αυτό, βρισκόμαστε δίπλα στην κοινωνία, αξιοποιώντας κάθε φορά τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο και σχεδιάζοντας και υλοποιώντας στοχευμένα μέτρα στήριξης, που διέπονται από οικονομική αποτελεσματικότητα και κοινωνική δικαιοσύνη.
Μέτρα γενναία, όπως είναι:
Ταυτόχρονα, ενισχύουμε το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών, με μέτρα όπως είναι η ενίσχυση ύψους 250 ευρώ που έλαβαν πριν από λίγες ημέρες 2,3 εκατ. ευάλωτοιδικαιούχοι, αλλά και η αύξηση συντάξεων από τον Ιανουάριο, κατά 7,75%.
Άλλα μέτρα στήριξης μπορεί να υπάρξουν; Γιατί δεν προχωράτε στη μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα και του ΕΦΚ στα καύσιμα, όπως πρότεινε με τροπολογία η Αξιωματική Αντιπολίτευση; Υπάρχει, άλλωστε, και το παράδειγμα της Ισπανίας, που μείωσε τον ΦΠΑ σε τρόφιμα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, για άλλη μια φορά, προχώρησε σε ένα επικοινωνιακό πυροτέχνημα, χωρίς κοστολόγηση, χωρίς καν υπολογισμό της αποτελεσματικότητας των προτάσεών του.Προτάσεις που, εάν υιοθετούνταν, θα προκαλούσαν απώλεια κρατικών εσόδων ύψους 3,5 δισ. ευρώ για το 2023, καθώς και σημαντική επιδείνωση του πρωτογενούς αποτελέσματος του προϋπολογισμού, από πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 0,7% του ΑΕΠ σε πρωτογενές έλλειμμα ύψους 0,8% του ΑΕΠ. Η επίπτωση αυτή θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί είτε μέσω αύξησης άλλων φόρων είτε με δανεισμό σε ένα δυσμενές περιβάλλον αυξημένων επιτοκίων.
Πέραν αυτού, τα οριζόντια μέτρα είναι αμφίβολο κατά πόσο οδηγούν σε ανάλογη μείωση της τελικής τιμής στον καταναλωτή, ενώ δεν έχουν κοινωνικό πρόσημο, καθώς δεν ενισχύουν τους πιο ευάλωτους συμπατριώτες μας.
Ως προς τα μέτρα που αναφέρατε ότι αποφασίστηκαν στην Ισπανία, πρέπει, καταρχάς, να διευκρινίσω ότι η ισπανική Κυβέρνηση ανακοίνωσε μείωση ΦΠΑ 4% έως 5% για συγκεκριμένα είδη διατροφής, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ πρότεινε μείωση του ΦΠΑ κατά 7% σε όλα τα είδη διατροφής και μείωση του ΕΦΚ καυσίμων στα κατώτατα όρια.
Σε κάθε περίπτωση, στην Ελλάδα η Κυβέρνηση έχει λάβει ένα ευρύ πλέγμα μέτρων που ενισχύουν το διαθέσιμο εισόδημα του καταναλωτή, μειώνουν τις τιμές ειδών σούπερ μάρκετ, όπως αποδεικνύουν τα στοιχεία για το Καλάθι του Νοικοκυριού, έχουν όφελος που φθάνει στο σύνολό του στα νοικοκυριά – κυρίως τα πιο ευάλωτα –, ενώ, ταυτόχρονα, διασφαλίζεται η ευστάθεια των δημόσιων οικονομικών.
Είστε ευχαριστημένος από τις αποφάσεις των τραπεζών για τη στήριξη των ευάλωτων δανειοληπτών; Ο αριθμός των πολιτών τους οποίους θα στηρίξουν στο κομμάτι των επιτοκίων είναι μικρότερος σε σχέση με τις προσδοκίες που υπήρξαν αρχικά. Επίσης, περιμένετε περαιτέρω αλλαγές στις χρεώσεις των τραπεζών σε καθημερινές συναλλαγές και στα επιτόκια των καταθέσεων;
Το σχήμα επιδότησης των ευάλωτων ενήμερων δανειοληπτών με στεγαστικό δάνειο ή με δάνειο μικρών επιχειρήσεων το οποίο ανακοινώθηκε από τις συστημικές τράπεζες έχει συμφωνηθεί με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή, έχει μηδενικό δημοσιονομικό κόστος και, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδας, οποιαδήποτε αλλαγή των χαρακτηριστικών του σχήματος, είτε αναφορικά με τη μεγέθυνση της περιμέτρου, είτε με το ποσοστό επιδότησης της δόσης, θέτει σε κίνδυνο την υφιστάμενη εποπτική αξιολόγηση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ποιότητα ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών, τους δείκτες δανείων σε καθυστέρηση και την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Κάτι τέτοιο, όπως αντιλαμβάνεστε, πρέπει να αποφευχθεί.
Όσον αφορά στις προμήθειες για διάφορες απλές τραπεζικές συναλλαγές, η Κυβέρνηση κατέθεσε 12 συγκεκριμένες προμήθειες που χρήζουν αναπροσαρμογής από το τραπεζικό σύστημα. Κατόπιν αυτού, οι τράπεζες – κινούμενες, βεβαίως, διακριτά – ανακοίνωσαν τη μείωση ή κατάργηση ορισμένων εξ αυτών.
Αντιστοίχως, στο πεδίο των επιτοκίων καταθέσεων, οι τράπεζες αποδέχθηκαν ότι υφίσταται – το τελευταίο διάστημα – σημαντική απόκλιση στα επιτόκια χορηγήσεων και καταθέσεων, δεσμεύτηκαν να αναθεωρήσουν την πολιτική επιτοκίων και κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση– διακριτά, και πάλι – , με τις πρώτες αυξήσεις επιτοκίων να έχουν τεθεί σε εφαρμογή ή να έχουν ανακοινωθεί.
Θα σας προσθέσω ακόμα ένα σημαντικό ζήτημα, το οποίο ανέδειξε εμφατικά η Κυβέρνηση: την αύξηση του ποσοστού εγκρισιμότητας στον εξωδικαστικό μηχανισμό. Πλέον,δρομολογείται η συμπερίληψη σε αυτόν – για πρώτη φορά – και ενήμερων δανειοληπτών που έχουν υποστεί μείωση των εισοδημάτων τους, υφίσταται καθολική έγκριση των ρυθμίσεων σε δανειολήπτες ελβετικού φράγκου, ενώ έχουν αυξηθεί αισθητά οι ρυθμίσεις οφειλών, ξεπερνώντας τις 2.367, με συνολικό ύψος άνω των 437 εκατ. ευρώ.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν ένα καλό, πρώτο βήμα. Έχουμε τα πρώτα, θετικά αποτελέσματα. Εκτιμούμε ότι θα ακολουθήσουν και άλλα, άμεσα!
Πιστεύουμε ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα κινηθούν πιο γρήγορα και πιο αποφασιστικά. Άλλωστε, αυτό είναι προς το συμφέρον της σταθερότητας του συστήματος και της ενίσχυσης του ανταγωνισμού.
Ο πληθωρισμός θα αποτελέσει αγκάθι για το 2023; Η ανάπτυξη πού μπορεί να φθάσει;
Ο πληθωρισμός τους τελευταίους μήνες μειώνεται και διαμορφώνεται κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αλλά παραμένει υψηλός και επίμονος. Χαρακτηριστικά τα οποία, όπως όλα δείχνουν, θα εξακολουθήσει να έχει και το 2023 σε όλη την Ευρώπη, μολονότι προβλέπεται να κινηθεί σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με το 2022. Στον Κρατικό Προϋπολογισμό του 2023 προβλέπεται πληθωρισμός 5% για τη νέα χρονιά, έναντι λίγο χαμηλότερα από 10% το 2022.
Αναφορικά με την πορεία του ΑΕΠ, στον Κρατικό Προϋπολογισμό του 2023 προβλέπεται ανάπτυξη 1,8% για το νέο έτος. Με βάση την παραπάνω πρόβλεψη και την εκτίμηση για ανάπτυξη 5,6% το 2022, το ΑΕΠ αναμένεται να υπερβεί τα 224 δισ. ευρώ το 2023 – υψηλότερο κατά 45 δισ. ευρώ, ή κατά 25%, από το 2018! Αυτό είναι απόδειξη ισχυρής ανάπτυξης της οικονομίας.
Σύμφωνα, μάλιστα, με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα αναμένεται να αναπτυχθεί με διπλάσιο ρυθμό έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου το 2022. Και με τριπλάσιο ρυθμό το 2023.
Δηλαδή, κάθε χρόνο η οικονομία κινείται όλο και καλύτερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, παρά τη σημαντική επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας. Αυτό είναι απόδειξη ανθεκτικότητας και δυναμικής της οικονομίας.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού πότε μπορεί να προχωρήσει;
Η Κυβέρνηση έχει ήδη προχωρήσει σε δύο αυξήσεις του κατώτατου μισθού, ο οποίος διαμορφώνεται σήμερα στα 713 ευρώ και είναι ο 9ος υψηλότερος στην Ευρώπη. Με τις αυξήσεις αυτές, το συνολικό ετήσιο όφελος για κάθε εργαζόμενο φθάνει τα 882 ευρώ. Και θα προχωρήσουμε σε νέα, τρίτη κατά σειρά, αύξηση του κατώτατου μισθού, ακολουθώντας τη θεσμοθετημένη διαδικασία και καταλήγοντας στην αύξηση, το συντομότερο.
Ο στόχος της επενδυτικής βαθμίδας είναι εφικτός πριν τις εκλογές;
Η Κυβέρνηση έχει πράξει και συνεχίζει να πράττει ό,τι είναι δυνατόν, ώστε η χώρα να ανέλθει στην επενδυτική βαθμίδα εντός του 2023. Πρόκειται για τον κεντρικό εθνικό στόχο στο πεδίο της οικονομίας, καθώς η αναβάθμιση αυτή θα βάλει τη χώρα μας στο «ραντάρ» του συνόλου της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας.
Σας θυμίζω ότι, εδώ και 2,5 χρόνια, είχαμε θέσει το 2023 ως ορόσημο για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και στο διάστημα αυτό – μέσα σε περιβάλλον πρωτόγνωρης διεθνούς ρευστότητας – κατορθώσαμε να πετύχουμε όλους τους επιμέρους στόχους που είχαμε θέσει και οι οποίοι αποτελούσαν βασικές προϋποθέσεις για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας: υψηλή και διατηρήσιμη ανάπτυξη, βελτίωση της σύνθεσης του ΑΕΠ, έξοδος από το καθεστώς Ενισχυμένης Εποπτείας, μείωση του ποσοστού των «κόκκινων» δανείων στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών κοντά σε μονοψήφια ποσοστά, και δημοσιονομική υπευθυνότητα. Μάλιστα, όλα αυτά επετεύχθησαν σε συνδυασμό με την αποτελεσματική αντιμετώπιση των πολλαπλών κρίσεων.
Γι’ αυτό και οι οίκοι αξιολόγησης έχουν αναβαθμίσει 11 φορές την ελληνική οικονομία την τελευταία τριετία, παρά τις αντίξοες διεθνείς συγκυρίες – 4 εκ των οποίων μέσα στην περίοδο της ενεργειακής κρίσης και των αυστηρότερων χρηματοπιστωτικών συνθηκών –, οδηγώντας τη χώρα ένα σκαλοπάτι πριν από την επενδυτική βαθμίδα.