Κυρίες και Κύριοι,
Θα ήθελα να συγχαρώ το ΕΚΕΜΕ για τη σημαντική, επί τριακονταετία, συμβολή του στην έρευνα που σχετίζεται με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και τη θέση της χώρας μας στο Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα.
Nα υπογραμμίσω την ιδιαίτερη σημασία που αποκτά ο δημόσιος διάλογος, ιδιαίτερα αυτός που διεξάγεται μέσω αξιόλογων εκδηλώσεων όπως η σημερινή, για το μέλλον της Ευρώπης και την έξοδο των κρατών-μελών της από την κρίση.
Θα ήθελα, επίσης, να ευχαριστήσω το ΕΚΕΜΕ και τον Πρόεδρό του για την πρόσκληση να παραστώ και να καταθέσω ορισμένες σκέψεις σχετικά με τη δημοσιονομική σταθερότητα και την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας σ’ αυτή την κρίσιμη οικονομική συγκυρία.
Συγκυρία που καταδεικνύει τη χρεοκοπία του πολιτικού μας συστήματος, το οποίο, επί τρεις δεκαετίες, αναδιένειμε δανεικά χωρίς να δημιουργεί πραγματικό κοινωνικό πλεόνασμα.
Ενός συστήματος που χαρακτηρίστηκε από ακατάσχετο λαϊκισμό, ανεπανάληπτο κρατισμό και ατέλειωτη γραφειοκρατία.
Αυτή η χρεοκοπία μπορεί και πρέπει να αποτελέσει το εφαλτήριο για τη δημιουργία ενός νέου υποδείγματος οικονομικής και αναπτυξιακής δραστηριότητας.
Κυρίες και Κύριοι,
Η κρίση διέλυσε χρόνιες ψευδαισθήσεις και υποκριτικές συμπεριφορές για την πραγματική κατάσταση της χώρας και της Οικονομίας της. Ανέδειξε, με τον πλέον εμφατικό τρόπο, χρόνιες αδυναμίες της.
1η Αδυναμία.
Το υψηλό δημόσιο χρέος, το οποίο αποτελεί πηγή μακροοικονομικής ανισορροπίας και δυσκαμψίας και είναι αποτέλεσμα ανεύθυνης, επεκτατικής, δημοσιονομικής πολιτικής κυβερνήσεων του παρελθόντος.
Κυβερνήσεων που διόγκωσαν το χρέος, παρά τις εξαιρετικά ευνοϊκές, για τη μείωσή του, οικονομικές συνθήκες.
Δημόσιο χρέος που αναμένεται, σύμφωνα με το αναθεωρημένο Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης, να προσεγγίσει το 150% του ΑΕΠ το 2013, ενώ σύμφωνα με το δυσμενές σενάριο του ΔΝΤ μπορεί να ανέλθει ακόμη και στο 176% του ΑΕΠ.
2η Αδυναμία.
Το διευρυμένο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, λόγω της υψηλής ζήτησης της οικονομίας, κυρίως στον εμπορικό τομέα (υψηλή ελαστικότητα της εισαγωγικής δαπάνης ως προς τα εισοδήματα και χαμηλή ελαστικότητα ως προς τις τιμές), και του χαμηλού επιπέδου διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας.
3η Αδυναμία.
Ο υψηλός πληθωρισμός και τα φαινόμενα αθέμιτου ανταγωνισμού στην αγορά (κρούσματα κερδοσκοπίας, αθέμιτες πρακτικές από μεσάζοντες, νοοτροπίες ατιμωρησίας κ.α.) που διαβρώνουν την αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων και αντανακλούν μακροοικονομικές ανισορροπίες και ακαμψία σε ορισμένες αγορές προϊόντων και εργασίας.
Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι ο Εν.ΔΤΚ του μηνός Απριλίου 2010, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Απριλίου 2009, παρουσίασε αύξηση 4,7%, έναντι αύξησης 1,1%, που σημειώθηκε κατά την ίδια σύγκριση του έτους 2009 προς το 2008.
4η Αδυναμία.
Το επίπεδο φτώχειας, ένα διαχρονικό και διατοπικό πρόβλημα, το οποίο, παρά τη βελτίωση του επιπέδου διαβίωσης του πληθυσμού, παραμένει υψηλό, κυρίως λόγω της μειωμένης αποτελεσματικότητας των κοινωνικών δαπανών στην Ελλάδα.
5η Αδυναμία.
Το υψηλό ποσοστό ανεργίας, κυρίως των νέων και των γυναικών, που καταγράφεται στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια και την κατατάσσουν στις πρώτες θέσεις της ΕΕ. Ενδεικτικά αναφέρω ότι, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα εργατικού δυναμικού της ΕΛ.ΣΤΑΤ., το ποσοστό ανεργίας το Φεβρουάριο 2010 ανήλθε σε 12,1% έναντι 9,1% το Φεβρουάριο 2009 και 11,3% τον Ιανουάριο του 2010.
6η Αδυναμία.
Το υψηλό έλλειμμα των δημόσιων επιχειρήσεων (0,6% του ΑΕΠ για το 2009) και των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης και πρόνοιας (3,6% του ΑΕΠ για το 2009).
Κυρίες και Κύριοι,
Παρά ταύτα, μέχρι πρόσφατα η Ελλάδα, παρά τα χρόνια προβλήματα που συσσωρεύονται στα υψηλά «δίδυμα» ελλείμματα και χρέη, μπορούσε να δανείζεται άνετα και με σχετικά χαμηλό επιτόκιο, γεγονός που συνέβαινε και συμβαίνει, και σε Ευρωπαϊκές χώρες με υψηλότερο έλλειμμα (Ιρλανδία) και δημόσιο χρέος (Ιταλία).
Το τελευταίο διάστημα το πρόβλημα χρέους και ελλείμματος μετατράπηκε σε κρίση δανεισμού. Οπότε, η προσφυγή στο μηχανισμό στήριξης, και εντέλει στο ΔΝΤ, ήταν αναπόφευκτη και η χρηματοδότηση απ’ αυτόν απαραίτητη.
Κυρίες και Κύριοι,
Το ζητούμενο σήμερα είναι τι μπορεί να γίνει ώστε να μετριασθούν, κατά το δυνατόν, οι επιπτώσεις της κρίσης στην κοινωνία (ανεργία, κοινωνική συνοχή), να εξέλθουμε από το μηχανισμό στήριξης και τους όρους του όσο γίνεται ταχύτερα, και να σπάσουμε το «φαύλο κύκλο» της ύφεσης όσο γίνεται πιο γρήγορα.
Με την εκπόνηση και εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου και ρεαλιστικού σχεδίου για την Οικονομία που θα έχει δύο βασικούς προσανατολισμούς: τη Δημοσιονομική Σταθερότητα και την Αναπτυξιακή Δυναμική.
Με συγκεκριμένες και ποσοτικοποιημένες δράσεις.
Δημοσιονομική Σταθερότητα
Η σύνθεση της δημοσιονομικής προσαρμογής είναι αποφασιστικής σημασίας τόσο για την επιτυχή έκβασή της όσο και για την επίδρασή της στην οικονομική ανάπτυξη.
Προς αυτή την κατεύθυνση αυτή εκτιμούμε ότι προέχει:
1ον.
Η ενίσχυση των φορολογικών εσόδων μέσω της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης, με τον περιορισμό της φορο-διαφυγής και της παραοικονομίας και όχι με φορο-επιδρομή σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Είναι ξεκάθαρο ότι η φορο-διαφυγή έχει τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες. Υπονομεύει κάθε προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης, υποδαυλίζει τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών, δημιουργεί συνθήκες μη υγιούς ανταγωνισμού στην οικονομία, θίγει βασικά θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα, θίγει ζητήματα ισονομίας και ισοπολιτείας, υποσκάπτει το ρόλο του κοινωνικού κράτους, ροκανίζει την κοινωνική συνοχή. Οφείλουμε, επομένως, να συνειδητοποιήσουμε πως πρέπει άμεσα να αντιμετωπιστεί το διαχρονικό και διατοπικό πρόβλημα της φορο-διαφυγής στη χώρα μας.
2ον.
Η σε βάθος χρόνου μείωση των φορολογικών συντελεστών ώστε να τονώσουμε την ανάπτυξη και να μπορέσουμε να ανταγωνιστούμε άλλες χώρες της ΕΕ, και μάλιστα γειτονικές, οι οποίες έχουν φορολογικούς συντελεστές το 1/3 των δικών μας.
3ον.
Η ενίσχυση των μη φορολογικών εσόδων (π.χ. με την καταγραφή και αποτελεσματική διαχείριση της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου, με τιτλοποιήσεις εσόδων από διάφορες πηγές κ.ά.).
Η αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας αποτελεί ένα σημαντικό πεδίο άντλησης μη φορολογικών εσόδων, καθώς μόνο η Κτηματική Εταιρία του Δημοσίου (ΚΕΔ) διαχειρίζεται ακίνητα αντικειμενικής αξίας 272–300 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Η αξιοποίηση, και όχι η εκποίηση, της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσα από ΣΔΙΤ ή μακροχρόνια μίσθωση.
Στόχος πρέπει να είναι να μετατρέψουμε αδρανείς πόρους (οι πρόσοδοι από αυτή δεν ξεπερνούν τα 50 εκατ. ευρώ) σε τμήμα του εθνικού ενεργητικού, μειώνοντας το χρέος σημαντικά και νωρίτερα, ξεκινώντας από χαμηλότερα.
4ον.
Η περιστολή των δαπανών και η βελτίωση της «ποιότητας» των δημόσιων οικονομικών με την αύξηση της αποτελεσματικότητας των πόρων.
Στην κατεύθυνση αυτή, επιβάλλεται να μειωθούν οι δαπάνες που αποτελούν σπατάλες, και να ενισχυθούν οι δαπάνες που έχουν υψηλό πολλαπλασιαστή και απόδοση, προάγουν την οικονομική ανάπτυξη και δημιουργούν υψηλή κοινωνική ανταποδοτικότητα.
Αυτός ο προσανατολισμός των δημοσίων δαπανών συνάδει και με τη θεωρία της ενδογενούς ανάπτυξης, σύμφωνα με την οποία παράγοντες όπως η εκπαίδευση, η έρευνα και ανάπτυξη (R&D), η επιχειρηματικότητα, η λειτουργία του Κράτους και η προστασία του περιβάλλοντος δημιουργούν τις προϋποθέσεις για μια ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική.
5ον.
Η βελτίωση της κατάρτισης και εκτέλεσης του Κρατικού Προϋπολογισμού μέσω:
α) της ενίσχυσης της διαδικασίας εκπόνησης του Κρατικού Προϋπολογισμού και της χάραξης ενός πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου,
β) της κατάρτισης και εκτέλεσης Προϋπολογισμού βάσει προγραμμάτων και της υιοθέτησης αυστηρών δημοσιονομικών κανονισμών,
γ) της καθιέρωσης και χρήσης ενός συστήματος αξιολόγησης των δημοσίων δαπανών στο στάδιο κατάρτισης του Προϋπολογισμού,
δ) της καθιέρωσης και αυστηρής τήρησης «προϋπολογισμών μηδενικής βάσης» και ισοσκελισμένων, και μετά από τρία χρόνια πλεονασματικών, προϋπολογισμών, και
ε) της εισαγωγής ποσοτικοποιημένων δημοσιονομικών κανόνων σε όλη την έκταση του ευρύτερου δημόσιου τομέα (εκτός από την Κεντρική Κυβέρνηση και στα Νοσοκομεία, στους ΟΤΑ, στους ΟΚΑ).
Αναπτυξιακή Δυναμική
Εκτός όμως της μακροοικονομικής σταθεροποίησης, που είναι αναγκαία συνθήκη για την ευημερία, ιδιαίτερη σημασία πρέπει να αποδίδεται και στις αναπτυξιακές πολιτικές. Μεταξύ άλλων επιβάλλεται:
1ον.
Η λήψη πρωτοβουλιών που θα τονώσουν την αγορά στις τρέχουσες συνθήκες ύφεσης. Άμεσα μέτρα μηδενικού ή ελάχιστου δημοσιονομικού κόστους.
Μέτρα όπως είναι η εμπροσθοβαρής αυξημένη κοινοτική, έναντι της εθνικής, συμμετοχή στο ΕΣΠΑ, η προώθηση προγραμμάτων που είναι έτοιμα προς υλοποίηση (π.χ. μικρομεσαίες επιχειρήσεις, πρωτοβουλία JEREMIE) ή μπορεί να γίνει γρήγορα η εκταμίευση κεφαλαίων (π.χ. «εξοικονόμηση κατ’ οίκον», «οπτική ίνα για το σπίτι»), η αξιοποίηση έργων ΣΔΙΤ, η προώθηση συμβάσεων παραχώρησης κ.ά.
Μέτρα που θα εμπλουτίζουν το υιοθετούμενο μίγμα οικονομικής πολιτικής, θα περιορίζουν την ύφεση, θα συγκρατούν την εξάπλωση της ανεργίας και θα καθιστούν τα μέτρα περιστολής πιο αποτελεσματικά.
2ον.
Η προώθηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων προκειμένου να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα, να επιταχυνθούν οι ρυθμοί ανάπτυξης, να μειωθούν οι περιφερειακές ανισότητες, να αντιμετωπισθεί η ανεργία και να προωθηθεί η κοινωνική συνοχή. Μεταρρυθμίσεις που θα περιλαμβάνουν:
α) Την Επένδυση στη Γνώση.
Ο όρος οικονομία της γνώσης υποδηλώνει μια οικονομία στην οποία η παραγωγή, η συσσώρευση, η διάχυση και η αξιοποίηση της γνώσης διαδραματίζουν βασικό ρόλο στην παραγωγή και τη διανομή του πλούτου.
Βασικός μηχανισμός παραγωγής, συσσώρευσης και διάχυσης του γνωσιακού κεφαλαίου είναι το σύστημα εκπαίδευσης και κατάρτισης.
Μια χώρα για να έχει προοπτική στο νέο παγκόσμιο περιβάλλον, οφείλει να θέτει ως προτεραιότητα και πρώτη επιλογή την επένδυση στη γνώση με την ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου και ποιοτικού συστήματος εκπαίδευσης – κατάρτισης και δια βίου εκπαίδευσης.
Οι όποιες μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να επιδιώκουν την αναβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης, τη διεύρυνση των δυνατοτήτων για την επαγγελματική αποκατάσταση των νέων και την υιοθέτηση κινήτρων για τη βελτίωση των εκπαιδευτικών υπηρεσιών.
β) Την Επένδυση στην Έρευνα και στην Καινοτομία.
Στην Ελλάδα της νέας περιόδου θα πρέπει να ενισχύσουμε το καινοτόμο και επιχειρηματικό πνεύμα που επιτρέπει στις επιχειρήσεις να αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις του νέου περιβάλλοντος που διαμορφώνεται σε παγκόσμιο επίπεδο.
γ) Την Επένδυση στην Επιχειρηματικότητα.
Η επιχειρηματικότητα (δηλαδή η ανθρώπινη ικανότητα συνδυασμού των άλλων συντελεστών παραγωγής για την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών) είναι σημαντική πηγή ανάπτυξης διότι συμβάλλει στη δημιουργία θέσεων εργασίας, στην ενθάρρυνση της οικονομικής δραστηριότητας, στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, στην ανάπτυξη και στην ενίσχυση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής.
Η επιχειρηματικότητα συνδέεται στενά με τη δημιουργία και τη λειτουργία των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.
Οι άξονες προς την κατεύθυνση ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας, είναι ο περιορισμός του εξωγενούς κόστους των επιχειρήσεων, η απλοποίηση των διαδικασιών που απαιτούνται για τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων με ταυτόχρονη ελαχιστοποίηση του κόστους και των καθυστερήσεων, η βελτίωση του νομοθετικού πλαισίου και των κανονιστικών ρυθμίσεων, η ανάπτυξη νέων χρηματοδοτικών εργαλείων, η προώθηση φορολογικών κινήτρων, και η μείωση του κόστους έναρξης και άσκησης της επιχειρηματικότητας.
Καθοριστικής σημασίας είναι επίσης και η δραστική μείωση της γραφειοκρατίας, δηλαδή του κόστους και του χρόνου συμμόρφωσης στις διοικητικές πράξεις, και ο περιορισμός των νόμων και των κανονισμών που ενδεχομένως περιορίζουν αδικαιολόγητα τον ανταγωνισμό.
Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στην κατάργηση των εμποδίων-στρεβλώσεων στη λειτουργία του ανταγωνισμού στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών. Σύμφωνα με παλαιότερες μελέτες, που επικαλείται το ΕΒΕΑ, το κόστος που επωμίζονται οι καταναλωτές και η οικονομία στο σύνολό της από τη διατήρηση των περίπου 70 κλειστών επαγγελμάτων ανέρχεται ετησίως σε 4 δισ. Ευρώ, ενώ μόνο το «κλειστό» καθεστώς στις μεταφορές, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, κοστίζει 700 εκατ. ευρώ με 1,5 δισ. ευρώ.
δ) Τη Μεταρρύθμιση του Κράτους.
Ένα αποτελεσματικό, σύγχρονο και δίκαιο κράτος στα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς μπορεί να αποτελέσει προωθητικό παράγοντα της οικονομικής ανάπτυξης και μιας ουσιαστικής και βιώσιμης κοινωνικής πολιτικής.
Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στην καταπολέμηση της διαφθοράς, καθώς σύμφωνα με μελέτη του Ιδρύματος Brookings η απώλεια δημοσίων εσόδων λόγω της διαφθοράς ανέρχεται τουλάχιστον στο 8% του ΑΕΠ, ενώ μια μέσου επιπέδου βελτίωση όσον αφορά την αντιμετώπισή της θα μείωνε το δημοσιονομικό έλλειμμα κατά 4% του ΑΕΠ.
Το κράτος θα πρέπει να παρεμβαίνει και να μεριμνά για τη βέλτιστη λειτουργία του μηχανισμού της αγοράς και την εξασφάλιση της μέγιστης οικονομικής αποτελεσματικότητας, την κοινωνικά δικαιότερη κατανομή του εισοδήματος και του παραγόμενου πλούτου και τη σταθεροποίηση της οικονομίας.
Βέβαια, το μείγμα αγοράς και κράτους μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με τις περιστάσεις, τις ανάγκες και τις προτιμήσεις της κοινωνίας, αλλά ορίζεται στον ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα στις απόψεις περί ελάχιστου και μέγιστου κράτους.
Η λειτουργία και δομή του κράτους θα πρέπει να αντανακλά τα αιτήματα της σύγχρονης ελεύθερης κοινωνίας για οικονομική αποτελεσματικότητα και κοινωνική δικαιοσύνη, ο συνδυασμός των οποίων καταλήγει σε μία μικτή οικονομία που καλύπτεται από τη φιλοσοφία του κοινωνικού φιλελευθερισμού.
Κυρίες και Κύριοι,
Σ’ αυτή την κρίσιμη συγκυρία για την οικονομία και την χώρα, η προσήλωση στη δημοσιονομική σταθερότητα, στις αναπτυξιακές πρωτοβουλίες και στις διαρθρωτικές αλλαγές είναι μονόδρομος για να βγει η χώρα μας ταχύτερα από το μηχανισμό στήριξης.
Για να εισέλθει σε μία πορεία ανάκαμψης με βασικούς στόχους τη διαρκή προώθηση της αειφόρου, έξυπνης και εξωστρεφούς ανάπτυξης, της ευημερίας των πολιτών, της απασχόλησης και της κοινωνικής συνοχής.
Μιας ανάπτυξης, που θα είναι σύμφωνη και με την ευρωπαϊκή «Ατζέντα 2020».
Και είμαι σίγουρος και αισιόδοξος ότι υπάρχει ελπίδα και προοπτική.
Αρκεί να υπάρξει άμεσα στρατηγικό σχέδιο, με επιμέρους στοχευμένες πολιτικές, ισχυρή πολιτική βούληση και αποτελεσματική πολιτική καθοδήγηση.
Σας ευχαριστώ.