Η χώρα οδεύει στην ολοκλήρωση της χρηματοδότησής της μέσω του τρέχοντος προγράμματος οικονομικής προσαρμογής, και το ερώτημα που τίθεται στο δημόσιο διάλογο είναι αν θα υπάρξει καθαρή έξοδος από τα μνημόνια, όπως συνέβη στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Δυστυχώς, με τα δεδομένα που δημιούργησε η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, αυτός ο επιθυμητός στόχος δεν είναι και εφικτός.
Και αυτό γιατί σε αντιδιαστολή με τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη που βγήκαν από τα μνημόνια:
1ον. Η Κυβέρνηση έχει ψηφίσει νέα μέτρα λιτότητας για μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος.
Μέτρα όπως είναι οι πρόσθετες περικοπές στις συντάξεις και η μεγάλη μείωση του αφορολόγητου ορίου, συνολικού ύψους 5,2 δισ. ευρώ, για την περίοδο 2019-2020. Μέτρα που ανεβάζουν το συνολικό λογαριασμό της Κυβέρνησης του κ. Τσίπρα στα 14,5 δισ. ευρώ.
2ον. Η Κυβέρνηση έχει δεσμευτεί στην επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων για πολλά χρόνια μετά το 2018.
Πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 3,5% του ΑΕΠ από εφέτος μέχρι και το 2022, και αρκετά υψηλά μεταγενέστερα, έως το 2060.
3ον. Η Κυβέρνηση έχει δεσμεύσει, με τη θέσπιση του υπερταμείου αποκρατικοποιήσεων, τη δημόσια περιουσία της χώρας για χρονικό διάστημα περίπου ενός αιώνα.
Χωρίς «οροφή» στην αξία των περιουσιακών στοιχείων που το ταμείο θα αξιοποιεί και θα ρευστοποιεί.
4ον. Η Κυβέρνηση έχει συμφωνήσει η υλοποίηση των αναγκαίων παρεμβάσεων για τη ρύθμιση του χρέους να μετατεθεί για μετά το καλοκαίρι.
Μάλιστα αυτή θα γίνει στο βαθμό που κριθεί τότε – το καλοκαίρι – αναγκαίο από τους θεσμούς, και πιθανόν θα συνοδευτεί από πρόσθετους όρους και προϋποθέσεις.
Δεν φαίνεται συνεπώς η λύση για το χρέος να είναι οριστική, καθαρή και αυτόματη, όπως θα έπρεπε.
5ον. Η Κυβέρνηση έχει αποδεχθεί τον μηχανισμό ενισχυμένης και όχι μετα-προγραμματικής εποπτείας.
Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τον Κανονισμό 472/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η ενισχυμένη εποπτεία (enhanced surveillance) είναι πιο αυστηρή από την μετα-προγραμματική εποπτεία (post-programme surveillance).
Η ενισχυμένη εποπτεία θεωρεί το κράτος-μέλος δυνητική εστία κινδύνου για την Ευρωπαϊκή Ένωση, εμπλέκει το ΔΝΤ, περικλείει 4 εκθέσεις παρακολούθησης ανά έτος και περιλαμβάνει πιθανές μελλοντικές παρεμβάσεις στις περιπτώσεις αποκλίσεων. Μάλιστα η ίδια ενισχυμένη εποπτεία προβλέπεται και στην περίπτωση προληπτικής γραμμής πίστωσης.
Αντιθέτως, η μετα-προγραμματική εποπτεία απλώς δίνει βαρύτητα στη διασφάλιση της οικονομικής και δημοσιονομικής βιωσιμότητας του κράτους-μέλους.
Είναι συνεπώς σαφές ότι το κυβερνητικό αφήγημα της καθαρής εξόδου από τα μνημόνια, αποτελεί τη νέα αυταπάτη.
Και είναι γνωστό ότι οι αυταπάτες έχουν κοστίσει πολύ ακριβά στη χώρα, πάνω από 86 δισ. ευρώ σύμφωνα με τις πιο συντηρητικές εκτιμήσεις. Αυταπάτες οι οποίες οδήγησαν την οικονομία αρχικά στην ύφεση και στη συνέχεια στην υστέρηση έναντι των αναπτυξιακών στόχων, στη συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών, στην απώλεια της δημόσιας περιουσίας και ιδιοκτησίας στο τραπεζικό σύστημα με την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση, στη διόγκωση του ιδιωτικού χρέους, στη διατήρηση της εσωτερικής στάσης πληρωμών, στην υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και στην υποβάθμιση της ποιότητας των θεσμών διακυβέρνησης.
Η χώρα πρέπει να σχεδιάσει, άμεσα και σοβαρά, το επόμενο βήμα ώστε να πετύχει το βέλτιστο συνδυασμό μεγιστοποίησης των βαθμών ελευθερίας από τους δανειστές και ελαχιστοποίησης του κόστους χρηματοδότησης της χώρας, χωρίς να επιβαρύνεται – όπως γίνεται σήμερα – η πραγματική οικονομία.
Σε αυτή την κατεύθυνση, η Νέα Δημοκρατία έχει καταθέσει ένα ρεαλιστικό, συνεκτικό και τεκμηριωμένο οικονομικό σχέδιο, το οποίο διαρκώς εμπλουτίζει. Σχέδιο που στηρίζεται στην αλλαγή του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής με τη σταδιακή μείωση των φορολογικών συντελεστών νοικοκυριών και επιχειρήσεων, στην υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που θα βελτιώσουν τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και την επενδυτική ελκυστικότητα της οικονομίας, και στην ενίσχυση της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία. Σχέδιο με στόχο την επίτευξη υψηλής και διατηρήσιμης ανάπτυξης, τη βελτίωση της παραγωγικότητας παραδοσιακών και νέων συντελεστών παραγωγής, τη δημιουργία ποιοτικών θέσεων απασχόλησης και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.