Τρίτη, 24 Νοεμβρίου 2020
Δελτίο Τύπου – Ομιλία του Υπουργού Οικονομικών κ. Χρήστου Σταϊκούρα στο 2ο DigiTalk του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας με θέμα: «The macroeconomic and fiscal path in Greece during the economic adjustment programmes: 2010-2018»
Θέλω να ευχαριστήσω το Οικονομικό Επιμελητήριο της Ελλάδας και τον Πρόεδρο του κ. Κόλλια για την τιμητική πρόσκληση που μου απηύθυνε να λάβω μέρος σε μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συζήτηση για τη διαχρονική πορεία της χώρας κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής.
Είμαι, μάλιστα, χαρούμενος που μου δίνεται η δυνατότητα να ανταλλάξω σκέψεις πάνω σε αυτό το θέμα με τρεις εξαιρετικούς επιστήμονες.
Επιστήμονες που έχουν διαδραματίσει σημαίνοντα ρόλο στην πολιτική και οικονομική σκηνή της χώρας, έχοντας διατελέσει, μεταξύ άλλων, και Υπουργοί Οικονομικών.
Κυρίες και Κύριοι,
Όπως είναι γνωστό, οι Ευρωπαϊκές οικονομίες, το 2008, «χτυπήθηκαν» έντονα από την παγκόσμια κρίση, που ξέσπασε στις ΗΠΑ, το 2007.
Μία κρίση της οποίας τα αίτια δεν ήταν στιγμιαία, αλλά διαχρονικά.
Είχαν εκκολαφθεί και αναπαραχθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα στο παρελθόν.
Είναι γεγονός ότι η κρίση βρήκε το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα «ανοχύρωτο», χωρίς θεσμούς και μηχανισμούς αντίδρασης για την αντιμετώπισή της, και χωρίς, αρχικά, σαφή θεραπευτική αγωγή.
Η κρίση αποσταθεροποίησε όλες τις οικονομίες, και φυσικά την Ελληνική.
Ελληνική οικονομία που ήταν, όπως και εξακολουθεί να είναι ρηχή, χωρίς παραγωγικό βάθος.
Οικονομία η οποία χαρακτηρίζονταν από εμφανείς, αλλά και υποβόσκουσες μακροχρόνιες παθογένειες και αγκυλώσεις, στο αξιακό, στο θεσμικό, στο οικονομικό, στο πολιτικό και στο κοινωνικό πεδίο.
Οι ρίζες αυτών των παθογενειών ξεκινούν βαθιά στο χρόνο, και συμπλέκονταν με τις διαχρονικές αδυναμίες της νεοελληνικής κοινωνίας, της πολιτικής, του κράτους και όλων των συστημάτων τους.
Οι παθογένειες, κυρίως της δεκαετίας του ’80, παρά τις σποραδικές προσπάθειες, δυστυχώς, δεν αντιμετωπίσθηκαν ριζικά τα επόμενα έτη.
Συντηρήθηκε, εν πολλοίς, το στρεβλό παραγωγικό μοντέλο που βασιζόταν στην κατανάλωση, και όχι στην παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών, στις εξαγωγές και στις επενδύσεις.
Στην έναρξη αυτής της ισχυρής διαταραχής, ο τότε Πρωθυπουργός προσπάθησε να συνεννοηθεί με τις υπόλοιπες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις της χώρας.
Δυστυχώς, η τότε Αξιωματική Αντιπολίτευση «τορπίλισε» την προσπάθεια συναίνεσης, προκάλεσε εκλογές, και προέκρινε ως θεραπεία την εφαρμογή επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής.
Επιπροσθέτως, ως νέα Κυβέρνηση, επί μήνες, με λάθος χειρισμούς, πράξεις και παραλείψεις, διόγκωσε περαιτέρω το πρόβλημα, βλάπτοντας σημαντικά την αξιοπιστία της ελληνικής οικονομίας.
Το αποτέλεσμα ήταν η χώρα, την κρίσιμη περίοδο, να τεθεί εκτός αγορών, και το διαχρονικό πρόβλημα του υψηλού χρέους να μετατραπεί σε κρίση δανεισμού.
Βεβαίως, στο σημείο αυτό πρέπει να αναφέρω, όπως άλλωστε έχει αναγνωρισθεί εκτεταμένα και εκτός Ελλάδας, ότι σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη αυτή είχε και η καθυστερημένη και διστακτική αντίδραση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα αρχικά στάδια της κρίσης.
Τούτο κατέστησε αναπόφευκτη την όπως – όπως προσφυγή στον Μηχανισμό Στήριξης, και την εφαρμογή τριών ασφυκτικών Προγραμμάτων Οικονομικής Στήριξης και ενός Καθεστώτος Ενισχυμένης Εποπτείας.
Αν και ένα Πρόγραμμα, το 3ο, ήταν αχρείαστο, θα επανέλθω όμως σε αυτό…
Κυρίες και Κύριοι,
Ποια είναι τα συμπεράσματα από την εφαρμογή αυτών των Προγραμμάτων;
Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι οικονομικό πρόγραμμα «πανάκεια» για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης δεν υπάρχει.
Το ανά περίπτωση καταλληλότερο πρόγραμμα εξαρτάται από σειρά ενδογενών και εξωγενών, οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών και πολιτισμικών παραγόντων και παραμέτρων, ελεγχόμενων και μη από τη χώρα που έχει το πρόβλημα.
Η επιτυχής ανάλυση αυτών, η συγκρότηση της κατάλληλης στρατηγικής και η αποτελεσματική εφαρμογή πολιτικών προσδιορίζει και τον βαθμό συμβολής του προγράμματος στην υπέρβαση της κρίσης.
Ειδικότερα συμπεράσματα:
1ον. Η ιδιοκτησία του Προγράμματος είναι σημαντική για την επιτυχία του.
Και αυτό γιατί καθορίζει τις προσδοκίες των αγορών, των επενδυτών και των καταναλωτών.
Εμείς, ως χώρα, ενώ προσφύγαμε στο Μηχανισμό Στήριξης, στη συνέχεια ήμασταν αρνητικοί στην εφαρμογή των συνταγών.
Έτσι, και σε συνδυασμό με την καθυστερημένη αντίδραση της Ευρώπης, εφαρμόστηκε μέσα σε ένα περιβάλλον αρνητικών προσδοκιών, που συνέβαλε στην τελική του αποτυχία.
2ον. Κανένα πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής δεν είναι άκαμπτο και ανελαστικό.
Τα Προγράμματα εμπεριέχουν δυνητικούς βαθμούς ευελιξίας, που συναρτώνται με την αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητα της εκάστοτε Κυβέρνησης.
3ον. Η δημοσιονομική πειθαρχία, αν και αναγκαία, δεν είναι από μόνη της ικανή για την έξοδο από την κρίση.
Πρέπει να συνδυάζεται με διαρθρωτικές και αναπτυξιακές πολιτικές και την προώθηση αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.
4ον. Οι σωστοί δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές και το κατάλληλο μείγμα πολιτικής είναι σημαντικά για την επίτευξη δημοσιονομικής ισορροπίας.
Η οικονομική βιβλιογραφία υποστηρίζει ότι ο πολλαπλασιαστής τείνει να είναι υψηλότερος κατά τις περιόδους κρίσης, γεγονός που καθιστά τη δημοσιονομική εξυγίανση πιο δαπανηρή.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, όπως αναφέρει η μελέτη, η προσαρμογή επιχειρήθηκε σε μια εποχή που η οικονομία της ευρωζώνης ήταν ήδη σε ύφεση.
Βραχυπρόθεσμα, η επίδραση της απότομης δημοσιονομικής προσαρμογής στη συνολική ζήτηση κυριάρχησε σε οποιαδήποτε αντισταθμιστική επίδραση από τη βελτιωμένη διεθνή ανταγωνιστικότητα.
Ο πολλαπλασιαστής δημοσιονομικής πολιτικής αποδείχθηκε υψηλός, προκαλώντας σημαντική μείωση της ζήτησης.
5ον. Η δημοσιονομική προσαρμογή που στηρίζεται κυρίως στο σκέλος των δαπανών αποφέρει θετικά και διατηρήσιμα αποτελέσματα.
Αντίθετα, όπως επιβεβαιώνουν αρκετές μελέτες, προσαρμογές που βασίζονται κυρίως σε αυξήσεις εσόδων, όπως η πολιτική που εφάρμοσε η προηγούμενη Κυβέρνηση, κρίνονται ως αποτυχημένες.
Μάλιστα πρόσφατη έρευνα των κ. Ζιώγα και Παναγιωτίδη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μία επιτυχημένη προσαρμογή που βασίζεται στην μείωση των δαπανών οδηγεί σε αύξηση του ΑΕΠ και μείωση της ανεργίας, τόσο τη χρονιά προσαρμογής όσο και για τρία επόμενα χρόνια.
6ον. Το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, λόγω του υψηλού πολλαπλασιαστή, είναι κρίσιμο για την αναπτυξιακή προοπτική μίας χώρας.
Από το 2013 και μετά, οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου της Γενικής Κυβέρνησης κυμαίνονται σε ποσοστά πάνω από το 3,5% του ΑΕΠ, με εξαίρεση τα έτη 2018 και 2019, το οποίο υπερτερεί συγκρινόμενο με το αντίστοιχο μέγεθος των υπόλοιπων χωρών της Ευρωζώνης.
7ον. Η θεσμοθέτηση πλαισίου εξασφάλισης της σταθερότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων, ειδικά σε τραπεζοκεντρικά συστήματα, είναι αναγκαία.
8ον. Η εξασφάλιση της κοινωνικής συνοχής, η οποία απειλείται από την αύξηση της φτώχειας και την ανισοκατανομή του εισοδήματος κρίνεται απαραίτητη για την επιτυχία των προγραμμάτων.
Τελικά, ως χώρα, Κυρίες και Κύριοι, αξιοποιήσαμε αυτά τα «μαθήματα»;
Σήμερα, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι στο 2ο Πρόγραμμα, το 2012, διορθώθηκαν πολλά από τα λάθη και τις καθυστερήσεις του 1ου Μνημονίου.
Λάθη που είχαν ως αποτέλεσμα μεγαλύτερη από την αναμενόμενη ύφεση, απόκλιση από τους στόχους, σημαντικές αστοχίες στην αποτελεσματικότητα των μέτρων, και πλήγμα στην αξιοπιστία της χώρας, αλλά και του εγχειρήματος.
Όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται στην υπό συζήτηση μελέτη, το πολύ υψηλό επιτόκιο των ελληνικών ομολόγων το 2012 αποδείκνυε ότι, παρά τα 2 χρόνια προσαρμογής, οι επενδυτές είχαν χάσει την εμπιστοσύνη τους.
Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι, τα λάθη δεν προήλθαν μόνο από την ελληνική πλευρά, αλλά και από την πλευρά των δανειστών.
Κάτι που παραδέχονται και οι ίδιοι.
Επίσης, παρά τις διορθώσεις στο 2ο Πρόγραμμα, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν και σε αυτό παραλείψεις.
Όπως τονίζεται και στη μελέτη, υπάρχει πλέον μια γενική συναίνεση, συμπεριλαμβανομένων των εκπροσώπων των θεσμών, ότι ο χρόνος, η ποιότητα, η διάρκεια και η ισορροπία της προσαρμογής, καθώς και οι στόχοι των προγραμμάτων, δεν ήταν απολύτως κατάλληλοι.
Όμως, κατά τη διάρκεια του 2ου Προγράμματος:
- Επιμηκύνθηκε η περίοδος προσαρμογής.
- Τροποποιήθηκε το μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής.
- Μειώθηκε σημαντικά το ύψος και βελτιώθηκε το «προφίλ» του χρέους.
- Αποπληρώθηκε το μεγαλύτερο μέρος των οφειλών του Δημοσίου.
- Πραγματοποιήθηκαν σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές.
- Ενισχύθηκε η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και υλοποιήθηκαν μειώσεις φορολογικών συντελεστών, παρά τις αντιρρήσεις των δανειστών.
Ενδεικτικά και μόνο να αναφέρω ότι, σύμφωνα με παλαιότερη Έκθεση του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα ήταν πρωταθλήτρια στις διαρθρωτικές αλλαγές την περίοδο 2012-2014.
Το αποτέλεσμα ήταν η κατάσταση, το 2014, να έχει βελτιωθεί σημαντικά.
Και η χώρα να παρουσιάζει, μετά από 6 συναπτά έτη ύφεσης, θετικό ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης.
Ενώ, για πρώτη φορά μετά την έναρξη της κρίσης, το διαθέσιμο εισόδημα άρχισε να ενισχύεται και η ανεργία να υποχωρεί.
Αυτά όλα τα καταγράφουν σήμερα όλες οι εκθέσεις εγχώριων και ξένων οργανισμών.
Η υπό συζήτηση μελέτη επισημαίνει ότι στο τέλος του 2014, το ισοζύγιο του προϋπολογισμού ήταν πολύ κοντά στο προβλεπόμενο στόχο, με τη δημοσιονομική προσαρμογή να εφαρμόζεται επιτυχώς, και σύμφωνα με το σχέδιο.
Είναι, βέβαια, αλήθεια ότι η κατάσταση της οικονομίας δεν είχε πλήρως σταθεροποιηθεί.
Απαιτούνταν περαιτέρω βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση.
Δυστυχώς, εξαιτίας της δήθεν ηρωικής, γεμάτη αυταπάτες και επικίνδυνους τυχοδιωκτισμούς διαπραγμάτευσης του 1ου εξαμήνου του 2015, η κατάσταση αντί να βελτιωθεί, επιδεινώθηκε σημαντικά.
Η τότε Κυβέρνηση:
- Αγνόησε τους Ευρωπαϊκούς κανόνες διαπραγμάτευσης.
- Παρασύρθηκε από δογματισμούς και μαξιμαλιστική ρητορική.
- Καλλιέργησε περιβάλλον «δημιουργικής ασάφειας».
- Κατανάλωσε σημαντικό διαπραγματευτικό κεφάλαιο και χρόνο σε θέματα διαδικαστικά και επουσιώδη, δίνοντας έμφαση στην επικοινωνία και όχι στην ουσία.
Η Ελλάδα εισήλθε σε ένα επιθετικό, «καθοδικό σπιράλ».
Η οικονομία παρουσίαζε σημάδια επιβράδυνσης, μετά την ανάκαμψή της το 2014, το οικονομικό κλίμα επιδεινωνόταν, το κόστος δανεισμού σκαρφάλωνε επικίνδυνα, η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας υποβαθμιζόταν, οι καταθέσεις μειωνόντουσαν και το ιδιωτικό χρέος διογκώνονταν.
Όπως χαρακτηριστικά τονίζεται στην μελέτη, από τις αρχές του 2015 είχε αρχίσει να πραγματοποιείται άνοδος της απόδοσης του 10ετούς ομολόγου, με την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ να γυρίζει πλάτη στα προγράμματα προσαρμογής.
Το αποτέλεσμα τελικά ήταν να οδηγηθεί η χώρα σε ένα 3ο αχρείαστο Πρόγραμμα και σε μία νέα αχρείαστη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.
Αχρείαστο γιατί, όπως αναφέρει και η μελέτη, οι στόχοι των προγραμμάτων προσαρμογής δηλαδή η ελάφρυνση του χρέους, η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και η επίτευξη πλεονασμάτων, είχαν ήδη επιτευχθεί μετά την ολοκλήρωση των 2 πρώτων προγραμμάτων.
Τις επόμενες χρονιές, και ενώ η Ευρώπη επιτάχυνε, η χώρα μας έμπαινε πάλι σε περιβάλλον ύφεσης, που οδήγησε στη συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι απώλειες διαθέσιμου εισοδήματος της οικονομίας έφτασαν στο υψηλότερο σημείο τους τη διετία 2015-2016, στο 25% του διαθέσιμου εισοδήματος του 2008.
Αυτό συμπαρέσυρε προς τα κάτω το κατώφλι του κινδύνου φτώχειας.
Ενώ το ανώτατο ατομικό εισόδημα για το 75% του πληθυσμού με τα χαμηλότερα εισοδήματα βρισκόταν στα 11.625 ευρώ το 2019, παραμένοντας χαμηλότερα από το επίπεδο του 2013, διατηρώντας μεγάλες εισοδηματικές ανισότητες.
Και αυτό γιατί η όποια δημοσιονομική προσαρμογή έγινε με την εφαρμογή ενός λανθασμένου μίγματος πολιτικής, με την υλοποίηση μέτρων υπερφορολόγησης των πολιτών.
Όλα αυτά προκειμένου να επιτευχθούν υπερπλεονάσματα, που στερούσαν πόρους από την πραγματική οικονομία.
Κάτι που σταμάτησε, για πρώτη φορά, το 2019.
Κυρίες και Κύριοι,
Όλα αυτά μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι βασικός στόχος της οικονομικής πολιτικής μίας χώρας πρέπει να είναι η θωράκιση της ανθεκτικότητας της οικονομίας έναντι διαταραχών και κρίσεων, και η δημιουργία των προϋποθέσεων για την επίτευξη υψηλής και βιώσιμης ανάπτυξης.
Και αυτό γιατί περίοδοι ύφεσης ή εφαρμογής εσφαλμένου μίγματος πολιτικής δημιουργούν αβεβαιότητα, λανθασμένη χρήση πόρων και επενδυτικά αντικίνητρα, ενώ υπονομεύουν ταυτόχρονα την εξάλειψη της φτώχειας, την κοινωνική συνοχή και τη συμμετοχή στην ανάπτυξη των πιο ευάλωτων εισοδηματικών στρωμάτων.
Για να επιτευχθεί αυτός ο βασικός στόχος, απαιτείται η στροφή της χώρας προς ένα νέο, προσαρμοσμένο στις σύγχρονες ανάγκες, βιώσιμο, παραγωγικό και αναπτυξιακό πρότυπο.
Ένα πρότυπο που θα στοχεύει στη συστηματική αύξηση της ανταγωνιστικότητας, της παραγωγικότητας και της εξωστρέφειας, καθώς και στη στενότερη διασύνδεση της παραγωγής με την τεχνολογία και την καινοτομία, με στόχο την επίτευξη υψηλής, διατηρήσιμης, έξυπνης και κοινωνικά δίκαιης ανάπτυξης.
Προς αυτή την κατεύθυνση, από τον Ιούλιο του 2019, προχωρήσαμε στην εφαρμογή ενός διαφορετικού μείγματος πολιτικής, βασισμένου στη συνετή δημοσιονομική πολιτική με μειώσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, στην υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, στην προώθηση αποκρατικοποιήσεων και στην τόνωση των επενδύσεων.
Μέσα σε λίγους μήνες, μέχρι τον περασμένο Μάρτιο, η στρατηγική αυτή απέφερε σημαντικούς καρπούς:
- Προσέδωσε στην ελληνική οικονομία αναπτυξιακή δυναμική, υψηλότερη από τη μέση της ευρωζώνης.
Το 2019, η ελληνική οικονομία «έτρεξε» με υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με τους ευρωπαϊκούς, για πρώτη φορά μετά το 2007!
- Βελτίωσε τις συνθήκες χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας.
- Ενίσχυσε την αξιοπιστία της χώρας έναντι των ευρωπαϊκών θεσμών και των αγορών.
- Βελτίωσε την ανταγωνιστικότητα και την επενδυτική ελκυστικότητα της Ελλάδας.
- Οδήγησε σε υψηλό 20ετίας τον δείκτη οικονομικού κλίματος.
- Έθεσε σε τροχιά αποκλιμάκωσης τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και αύξησε τις τραπεζικές καταθέσεις.
Την πορεία αυτή, στο πρώτο τρίμηνο του 2020, ανέκοψε η παγκόσμια πανδημία.
Ακόμη όμως και κατά τη διάρκεια αυτής, παρότι αναγκαστήκαμε να επανακαθορίσουμε τις προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής, συνεχίσαμε, με το βλέμμα στραμμένο και στην επόμενη ημέρα, την υλοποίηση της οικονομικής και μεταρρυθμιστικής ατζέντας.
Η ορθότητα και η αποτελεσματικότητα της πολιτικής μας επιβεβαιώνεται από οικονομικούς δείκτες και αναγνωρίζεται διεθνώς.
- Από τους εταίρους, οι οποίοι αναγνωρίζουν ότι η Κυβέρνηση σχεδίασε και υλοποιεί, έγκαιρα, μεθοδικά και στοχευμένα, μεγάλο πακέτο μέτρων, ενώ επιπλέον επιβεβαιώνουν τη μεγάλη πρόοδο στην υλοποίηση σημαντικών διαρθρωτικών αλλαγών.
- Από τους επενδυτές, όπως επιβεβαιώνει, προσφάτως, η ίδρυση ενός υπερσύγχρονου data center από τη Microsoft στην Ελλάδα.
- Από τις αγορές, αφού το κόστος δανεισμού της χώρας έχει μειωθεί σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα.
- Από τους καταθέτες, που σε αντίθεση με την κρίση του 2015, σήμερα αυξάνουν και δεν αποσύρουν τις καταθέσεις τους στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
- Από οικονομικούς δείκτες, όπως ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος που παρά τις πιέσεις που δέχεται εξαιτίας της πανδημίας, παραμένει σε επίπεδα υψηλότερα από το μέσο ευρωπαϊκό όρο.
- Από τους οίκους αξιολόγησης, όπως προκύπτει από την πρόσφατη αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας.
Όμως είναι αλήθεια ότι οι συνθήκες είναι δύσκολες και ενέχουν υψηλή αβεβαιότητα.
Σε αυτές τις συνθήκες, το Οικονομικό Επιτελείο προσπαθεί να στηρίξει την κοινωνία για να αντεπεξέλθει στις δύσκολες συνθήκες με το μικρότερο κόστος, να στηρίξει την οικονομία ώστε να μην απολέσει το «σφυγμό» και τη λειτουργικότητά της, να στηρίξει την αμυντική θωράκιση της χώρας και να διατηρήσει αποθέματα.
Με αυτά τα δεδομένα, και έχοντας διασφαλίσει μια ισχυρότατη «δύναμη πυρός» – τα 72 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης και το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επεξεργαζόμαστε ένα συνεκτικό Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο, για τη βέλτιστη παραγωγική αξιοποίηση και μόχλευση αυτών των κεφαλαίων.
Οι προτεραιότητες του υπό διαμόρφωση σχεδίου αφορούν τη στήριξη της επιχειρηματικότητας, την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων και την προώθηση της καινοτομίας, την ενίσχυση της απασχόλησης, τη μείωση των ανισοτήτων, την ενίσχυση της κοινωνικής αλλά και περιφερειακής συνοχής, την πράσινη ανάπτυξη, τον ψηφιακό μετασχηματισμό, την τεχνολογική αναβάθμιση δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, και την αναβάθμιση των υποδομών.
Εφαρμόζοντας συνεκτικές πολιτικές πάνω στους προαναφερθέντες άξονες, με όραμα, ενότητα, υπευθυνότητα, διαφάνεια και κοινωνική δικαιοσύνη, όλοι μαζί – Κράτος, επιχειρήσεις και εργαζόμενοι – θα μπορέσουμε να αναπροσανατολίσουμε και να αναμορφώσουμε την ελληνική οικονομία, ώστε να μπει σε τροχιά βιώσιμης μεγέθυνσης, να συρρικνωθεί το επενδυτικό κενό και να ενταχθεί η χώρα στις δυναμικές οικονομίες της Ευρώπης.
Και θα τα καταφέρουμε, με σχέδιο, μεθοδικότητα, εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μας, δημιουργικό κλίμα μεταξύ των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, και σκληρή δουλειά!