Αθήνα, 10.12.2016
Δελτίο Τύπου
Ομιλία στην Ολομέλεια της Βουλής κατά τη συζήτηση του Κρατικού Προϋπολογισμού 2017
Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,
Το περιεχόμενο του Προϋπολογισμού αποκαλύπτει ότι η Κυβέρνηση συνεχίζει να υιοθετεί μη ρεαλιστικές υποθέσεις.
Συνεχίζει να ξοδεύει πολύτιμο χρόνο.
Συνεχίζει να εστιάζει, εμμονικά, στην υπερφορολόγηση της εμφανούς οικονομίας.
Συνεχίζει, αμήχανα, να παλινδρομεί ως προς τις μεταρρυθμίσεις.
Δεν θέλει ούτε μπορεί να εκσυγχρονίσει το αξιακό σύστημα, να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα, να προωθήσει την εξωστρέφεια της οικονομίας.
Οικονομία η οποία βρίσκεται σε παρατεταμένη, χαμηλή και με ισχυρές αναταταράξεις «πτήση».
Γίνομαι συγκεκριμένος:
1ον. Σήμερα, η οικονομία βρίσκεται σε χαμηλότερο σημείο και με ασθενέστερη δυναμική σε σχέση με αυτή που παρέλαβε η Κυβέρνηση τον Ιανουάριο του 2015.
Δύο χρόνια χάθηκαν.
Δυνητικός πλούτος εξανεμίσθηκε.
Πόσος; Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 21 δισ. ευρώ.
Νέα μέτρα επιβλήθηκαν.
Πόσα; Σύμφωνα με το επικαιροποιημένο Μνημόνιο, 9 δισ. ευρώ.
Το διαθέσιμο εισόδημα συρρικνώθηκε.
Πόσο; Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, κατά 5,5 δισ. ευρώ.
Και σήμερα η Κυβέρνηση τρέχει άρον-άρον, και εκτός του περιεχομένου του συζητούμενου Προϋπολογισμού, να δώσει πίσω, εφάπαξ, ένα μικρό μέρος αυτής της μόνιμης απώλειας.
Αφού επέβαλλε την μόνιμη περικοπή κύριων και επικουρικών συντάξεων, την μόνιμη κατάργηση κοινωνικών επιδομάτων και την μόνιμη αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών, σήμερα προχωράει στη χορήγηση, εφάπαξ, υποπολλαπλάσιου βοηθήματος.
Και όλα αυτά την ίδια στιγμή που στερεί πόρους από την πραγματική οικονομία, με την στάση πληρωμών που έχει κηρύξει.
Την ίδια στιγμή που επιβάλλει νέους, τετραπλάσιους φόρους, όσο ένας επιπλέον ΕΝΦΙΑ.
Κυρίως μάλιστα έμμεσους φόρους, οι οποίοι πλήττουν ιδιαίτερα τα ασθενέστερα εισοδηματικά στρώματα.
Και την ίδια στιγμή που αναλαμβάνει δεσμεύσεις για πρόσθετα μέτρα λιτότητας τόσο για το 2018, όσο και για τα επόμενα, αρκετά χρόνια, που θα πλήξουν όλους τους πολίτες.
«Να σε κάψω Γιάννη, να σ’ αλείψω λάδι».
2ον. Η πρόβλεψη της Κυβέρνησης για ανάπτυξη 2,7% το 2017, αν και ευχόμαστε να πραγματοποιηθεί, δεν είναι ρεαλιστική.
Η Κυβέρνηση προβλέπει σημαντική αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Πόσο ρεαλιστικό είναι αυτό όταν θα επιβληθούν πρόσθετοι φόροι, ύψους 2,5 δισ. ευρώ, το 2017;
Η Κυβέρνηση προβλέπει μεγάλη αύξηση των επενδύσεων.
Πόσο ρεαλιστικό είναι αυτό όταν η Κυβέρνηση συνεχίζει την υπερφορολόγηση και τη στάση πληρωμών, και επιδεικνύει αναβλητικότητα στην υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων;
Το επαναλαμβάνω: Η Κυβέρνηση παρέλαβε την οικονομία στον «1ο όροφο», την έριξε στο «υπόγειο», και σήμερα πανηγυρίζει που προσπαθεί να την ανεβάσει τουλάχιστον στο «ισόγειο».
3ον. Η δημοσιονομική πολιτική της Κυβέρνησης καθοδηγείται από ιδεοληπτική εμμονή στη «φοροκεντρική λιτότητα».
Η οποία δεν θα αποφέρει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Οι απολογισμοί των «Μνημονιακών» Προϋπολογισμών το επιβεβαιώνουν.
Μάλιστα, το 2015, τα φορολογικά έσοδα ήταν τα χαμηλότερα της δεκαετίας, παρά την επιβολή νέων φόρων από την σημερινή Κυβέρνηση.
Όπως και το πρωτογενές πλεόνασμα του 2015 ήταν τελικά χαμηλότερο από αυτό του 2014, παρά τα πρόσθετα μέτρα!
Η μοναδική χρονιά κατά την οποία παρατηρήθηκε σταθεροποίηση των φορολογικών εσόδων ήταν το 2014.
Θυμίζουμε ότι εκείνο το έτος, η οικονομία επέτυχε θετικό ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης.
Και η τότε Κυβέρνηση προχώρησε σε στοχευμένες μειώσεις φορολογικών συντελεστών.
4ον. Παρά την αγωνιώδη προσπάθεια της Κυβέρνησης να εξωραΐσει την κατάσταση, στα θεμέλια της Ελληνικής οικονομίας υφίστανται «ωρολογιακές βόμβες», όπως, ενδεικτικά, η αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του ιδιωτικού τομέα.
Οφειλές που ξεπερνούν πλέον το 50% του ΑΕΠ της χώρας!
Αυξημένες κατά 10 δισ. ευρώ μόνο εφέτος!
Μ’ αυτή την εικόνα, μπορεί κανείς να πανηγυρίζει για την υπέρβαση των στόχων στα έσοδα;
5ον. Η Κυβέρνηση πανηγυρίζει όμως και για την τελευταία απόφαση του Eurogroup.
«Όπου ακούς όμως πολλά κεράσια, κράτα μικρό καλάθι», λέει ο λαός μας.
Και σωστά, γιατί σύμφωνα με την απόφαση, η 2η αξιολόγηση δεν έκλεισε, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις της Κυβέρνησης.
Έτσι, η αβεβαιότητα διατηρείται, η αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου αναβάλλεται, η ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, που θα έπρεπε να είχε γίνει από το Μάρτιο του 2015, μετατίθεται.
Επιπλέον, η Κυβέρνηση αποδέχεται ότι υπάρχει δημοσιονομικό κενό για το 2018, το οποίο θα πρέπει να καλύψει με πρόσθετα μέτρα λιτότητας.
Ενώ αποδέχεται και το ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι θα παραμείνουν υψηλοί, για αρκετά χρόνια μετά το 2018.
Η Κυβέρνηση, μάλιστα, δεσμεύτηκε στην επίτευξη αυτών των στόχων, με την εφαρμογή νέων μέτρων και τη μονιμοποίηση του «κόφτη».
Δεσμεύτηκε δηλαδή σε μόνιμους μηχανισμούς επιτροπείας της χώρας.
Αλήθεια, που πήγαν οι δήθεν «κόκκινες γραμμές» της;
Σε ότι αφορά το χρέος, τα άμεσα μέτρα που αποφασίστηκαν, έρχονται να καλύψουν ένα μικρό μέρος, μόλις το 12%, της επιβάρυνσης που επέφεραν οι ανερμάτιστοι χειρισμοί της σημερινής Κυβέρνησης, το 2060.
Αν και κινούνται στη θετική κατεύθυνση, είναι λίγα, θα έχουν θετική επίπτωση σε βάθος χρόνου, δεν συνδυάζονται με μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, αλλά αντιθέτως συνοδεύονται από βαρύ τίμημα για τους πολίτες.
Ενώ τα αναγκαία μεσοπρόθεσμα μέτρα παραπέμπονται για το 2018, μετά την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος.
Αυτές οι παρεμβάσεις δεν έχουν καμία σχέση με τη διπλή αναδιάρθρωση του 2012, που οδήγησε σε σημαντική απομείωση του ύψους του χρέους και βελτίωση του «προφίλ» του.
Με αποτέλεσμα, σήμερα, οι δαπάνες για τόκους να είναι οι μισές σε σχέση με το 2011.
Συμπερασματικά, η Κυβέρνηση, για ακόμη μία φορά, «έβαλε τον πήχυ ψηλά και πέρασε από κάτω».
Αυτό είναι το οδυνηρό αποτέλεσμα της αναξιοπιστίας και της ανεπάρκειάς της.
Και δεν μιλάμε πλέον για αυταπάτες.
Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,
Ο «φοροκεντρικός» Προϋπολογισμός δεν σηματοδοτεί ένα ορθολογικό μείγμα οικονομικής αποτελεσματικότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης.
Ενώ όλοι αναγνωρίζουμε ότι η δημοσιονομική ευστάθεια, αν και αναγκαία, δεν είναι από μόνη της ικανή για την δυναμική μεγέθυνση της οικονομίας, η Κυβέρνηση δεν έχει σχέδιο αύξησης της ποσότητας, βελτίωσης της ποιότητας όλων των συντελεστών παραγωγής και προώθησης του τεχνολογικού εκσυγχρονισμού της χώρας.
Η αλλαγή οικονομικής πολιτικής έχει καταστεί επιβεβλημένη.
Με την εμπροσθοβαρή υλοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών, με την αλλαγή της δημοσιονομικής πολιτικής στην κατεύθυνση σταδιακής μείωσης της φορολόγησης των πολιτών, με την υιοθέτηση ενός στρατηγικού σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας που θα στοχεύει σε μια ανταγωνιστική και εξωστρεφή οικονομία.
Αυτά όμως προϋποθέτουν πολιτική αλλαγή, ώστε να σπάσει το καταστροφικό καθοδικό σπιράλ που οδηγεί όλο και βαθύτερα στο οικονομικό τέλμα και την κοινωνική μιζέρια.