Δείτε τη συνέντευξη εδώ: Euro2day.gr
Με ευθύνη της κυβέρνησης έρχονται οι νέες απαιτήσεις των δανειστών σε δημοσιονομικό επίπεδο αλλά και το ασφαλιστικό υποστηρίζει ο Χρήστος Σταϊκούρας, συντονιστής Οικονομικών Υποθέσεων της Νέας Δημοκρατίας και πρώην αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών.
Υπογραμμίζει πως η διελκυστίνδα μεταξύ θεσμών και ελληνικής κυβέρνησης αποτελεί «διαχρονικό μοτίβο» στις μεταξύ τους διαπραγματεύσεις και εξηγεί πως «η κυβέρνηση οφείλει μέσω της αξιοπιστίας να λειάνει τις διαφορές με τους δανειστές, όσον αφορά το ύψος του δημοσιονομικού κενού».
Συμπληρώνει ωστόσο ότι η επιβολή νέων μέτρων είναι δεδομένη, καθώς η υπογεγραμμένη συμφωνία προέβλεπε πρόσθετη περικοπή από το σκέλος των δαπανών ύψους 2 δισ. ευρώ περίπου, ποσό που ενδεχομένως αυξάνει όσο η οικονομία δεν ανακάμπτει.
Υπό το ίδιο πρίσμα, εκτιμά ότι οι παρεμβάσεις που είχαν υλοποιηθεί το διάστημα 2012-2014 από την συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ είχαν εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού, το οποίο αποσταθεροποιήθηκε από την ύφεση, την αύξηση της ανεργίας και ως εκ τούτου τη μείωση των εισφορών.
Ειδικότερα για το ασφαλιστικό, ο κ. Σταϊκούρας σημειώνει ότι εξοικονομήθηκαν 14 δισ. ευρώ τα προηγούμενα χρόνια και επαναλαμβάνει τη θέση της ΝΔ σύμφωνα με την οποία οι παρεμβάσεις δεν πρέπει να γίνουν στο σκέλος των εσόδων, απορρίπτοντας έτσι την αύξηση των εισφορών.
Αντιτάσσει την ανάγκη πάταξης εισφοροδιαφυγής και συμπληρώνει πως σ’ αυτή τη βάση ήρθε και η πρόταση συμψηφισμού ασφαλιστικών χρεών των αγροτών με επιχορηγήσεις, ως ένα μέτρο δικαιότερο και μη οριζόντιο.
Παραδέχεται την πρόταση του κόμματος για την επιβολή ρήτρας μηδενικού ελλείμματος στις επικουρικές και διευκρινίζει πως η ΝΔ δεν ζήτησε μείωση μισθών στο δημόσιο, αλλά αρνήθηκε την αύξηση τους σε μια εποχή επιβεβλημένων περικοπών. Αντίθετα, όπως είπε το κυβερνητικό σχέδιο της ΝΔ προέβλεπε αυξήσεις (και) στους δημοσίους υπαλλήλους το 2016, αφού θα είχαν προηγηθεί τρία χρόνια ανάπτυξης.
Ο κ. Σταϊκούρας εκτιμά ότι χρειάζεται ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους, αφενός για λόγους αντικειμενικούς, αφού η επιδείνωση της ελληνικής οικονομίας διατάραξε τους σχετικούς δείκτες και αφετέρου γιατί υπήρξε σχετική δέσμευση εκ μέρους των εταίρων.
Αναφέρει πάντως πως «οι πρωτοβουλίες της περιόδου 2012-2014 μείωσαν τις ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες κάτω του 15% του ΑΕΠ», δίνοντας ουσιαστική ανάσα στην ελληνική οικονομία.
Σε ότι αφορά τη δημοσιονομική προσαρμογή, θεωρεί ότι το μεγαλύτερο μέρος των παρεμβάσεων έχουν ήδη υλοποιηθεί και αφορούν κυρίως το σκέλος των δαπανών, αλλά υπογραμμίζει ότι τα νέα μέτρα για την επίτευξη των στόχων «δεν πρέπει να έρθουν από το σκέλος των εσόδων», απορρίπτοντας την αύξηση των φορολογικών συντελεστών.
Υπεραμύνεται των χειρισμών της κυβέρνησης της ΝΔ, σημειώνοντας πως «το ύψος της φοροδιαφυγής μειώθηκε κατά 3% την προηγούμενη τριετία», και συμπληρώνει πως η βέλτιστη πρακτική είναι η μείωση συντελεστών, η διεύρυνση της φορολογικής βάσης, η αύξηση χρήσης πλαστικού χρήματος και η επιτάχυνση ελέγχων των υποθέσεων της φοροδιαφυγής.