Οικονομία

Δελτίο Τύπου από την Εισήγησή του στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής επί του Σχεδίου Νόμου “Οικονομική ενίσχυση κοινωνικής αλληλεγγύης, εισφορά κοινωνικής ευθύνης των μεγάλων επιχειρήσεων και της μεγάλης ακίνητης περιουσίας και λοιπές διατάξεις”

Ο Βουλευτής Φθιώτιδας της ΝΔ κ. Χρήστος Σταϊκούρας, στην εισήγησή του την Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2009 στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής επί του σχεδίου νόμου «Οικονομική ενίσχυση κοινωνικής αλληλεγγύης, εισφορά κοινωνικής ευθύνης των μεγάλων επιχειρήσεων και της μεγάλης ακίνητης περιουσίας και άλλες διατάξεις των Υπουργείων Οικονομικών, Εργασίας και Ασφάλισης και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης» ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Χαιρετίζουμε την εκκίνηση του νομοθετικού έργου της Κυβέρνησης μετά από 50 ημέρες θητείας. Χαιρετίζουμε τη νομοθετική πρωτοβουλία για την ενίσχυση των οικονομικά ασθενέστερων στρωμάτων.

Πρέπει όμως να επισημάνουμε ότι το Νομοσχέδιο άρει κάποιες από τις προεκλογικές δεσμεύσεις της Κυβέρνησης. Εμπεριέχει διατάξεις που είχαν αποκλεισθεί από τον προγραμματικό λόγο της Κυβέρνησης. Η παρούσα νομοθετική πρωτοβουλία δεν είναι δημοσιονομικά ουδέτερη. Είναι ποσοτικά ουδέτερη. Το αποτέλεσμα δεν είναι αριθμητικά ισοδύναμο. Είναι αριθμητικά ίσο. Η δαπάνη ύψους 1.068 εκ. ευρώ για την οικονομική ενίσχυση κοινωνικής αλληλεγγύης είναι ίση με την αύξηση εσόδων ύψους 1.085 εκ. ευρώ από την επιβολή έκτακτης εισφοράς στις επιχειρήσεις και στην ακίνητη περιουσία των φυσικών προσώπων. Όμως, η δαπάνη επιμερίζεται ισόποσα, στα έτη 2009 και 2010, ενώ τα έσοδα καταγράφονται, στο σύνολό τους, το 2010. Έτσι, σαφέστατα, επιβαρύνεται το δημόσιο έλλειμμα του 2009.

Δυστυχώς, συνολικά, ο πολιτικός λόγος της Κυβέρνησης είναι εγκλωβισμένος σε αντιφάσεις. Χαρακτηρίζεται από αναξιοπιστία, ασάφειες και ατολμία. Εξαντλείται σε θεωρούμενες καινοτόμες συμμετοχικές διαδικασίες. Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής στον οικονομικό τομέα είναι επιζήμιο για τη χώρα, την πιστοληπτική της ικανότητα και το κόστος δανεισμού. Απαιτείται, συνεπώς, άμεσα η εφαρμογή ενός συγκροτημένου, μεσοπρόθεσμου σχεδίου, που θα περιλαμβάνει τολμηρές, αλλά αναγκαίες, μεταρρυθμίσεις. Και όπως ανέφερε χθες ο κ. Διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος στην Επιτροπή μας, αυτή τη στιγμή, δεν γνωρίζουμε μεσοπρόθεσμους στόχους.»

Απογευματινή: Το παγκόσμιο οικονομικό πρόβλημα απαιτεί παγκόσμια λύση

Η παρατεταμένη και διαρκώς μεταλλασσόμενη τρέχουσα οικονομική κρίση έχει οδηγήσει πολλούς επιστήμονες και μη στον παραλληλισμό της έντασης και έκτασής της με την Μεγάλη Ύφεση του 1929. Με εφαλτήριο αυτή τη συσχέτιση, πολλοί προσδοκούσαν η πρόσφατη συνάντηση των 20 πιο ανεπτυγμένων χωρών (Σύνοδος των G20) να αποτελέσει ένα νέο Bretton Woods, μία Συνθήκη που να θέτει τις βάσεις μιας νέας παγκόσμιας αρχιτεκτονικής για την έξοδο από την κρίση.
 
Τα αποτελέσματα της συνάντησης δεν ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες τους. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να αγνοηθεί η ιδιαίτερη σημασία τους, καθώς το τελικό κείμενο της Συνόδου κατέδειξε τη βούληση των ηγετών να επιτύχουν μεγαλύτερη συνεργασία και καλύτερο συντονισμό των εθνικών δράσεων για την αντιμετώπιση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, πέρα από προσεγγίσεις προστατευτισμού και απομονωτικού μονομερισμού. Αποδεχόμενοι την κρισιμότητα των περιστάσεων, οι ηγέτες των χωρών κατέληξαν σε έναν συμβιβασμό αναφορικά με τη δημιουργία των προϋποθέσεων για την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας, την αναδιάρθρωση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, την ενίσχυση του παγκόσμιου εμπορίου και τη θεμελίωση των όρων για τη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη.
 
Οι βασικοί άξονες της απόφασης της Συνόδου, που αναπτύσσονται σε σχετικό κείμενο 29 σημείων, είναι:
  • Η ενίσχυση του ρυθμιστικού και εποπτικού πλαισίου που διέπει τη λειτουργία των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών, η οριοθέτηση αρχών, κανόνων και περιορισμών στη λειτουργία των κερδοσκοπικών και επενδυτικών κεφαλαίων και των εταιρειών αξιολόγησης πιστοληπτικής αξιολόγησης, η αντιμετώπιση των προβλημάτων στη λειτουργία των «φορολογικών παραδείσων» και ο περιορισμός των στρεβλώσεων στις απολαβές των στελεχών που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Η προώθηση των σχετικών πρωτοβουλιών σε εθνικό επίπεδο θα πραγματοποιηθεί σε ένα πλαίσιο διεθνούς συνεργασίας και συντονισμού για την παρακολούθηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των κινδύνων που το διέπουν και θα ενισχυθεί με τη θεσμοθέτηση ενός διεθνούς Συμβουλίου για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα (Financial Stability Board).
  • Η αναβάθμιση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου με την παροχή πολλαπλάσιων κεφαλαιακών πόρων, τη διαφανέστερη λειτουργία του και την αναδιάρθρωση της σύνθεσής του, ενδυναμώνοντας την παρεμβατική δυνατότητά του ως δανειστής ύστατης καταφυγής (lender of last resort).
  • Η κεφαλαιακή στήριξη των φτωχότερων κρατών, τα οποία και πλήγονται περισσότερο από την τρέχουσα κρίση.
  • Η τόνωση της διεθνούς εμπορικής δραστηριότητας μέσω της διάθεσης σημαντικών πόρων στους διεθνείς οργανισμούς για τη στήριξης των συναλλαγών.
  • Η στήριξη της οικονομίας μέσα από δημοσιονομικές παρεμβάσεις και εθνικά αναπτυξιακά και σταθεροποιητικά προγράμματα (ύψους 5 δις δολαρίων ως το 2010).
Η Σύνοδος του Λονδίνου δεν σήμανε το τέλος της παγκόσμιας πιστωτικής κρίσης ή της οικονομικής ύφεσης που προκάλεσε. Κατέληξε όμως σε συγκεκριμένα μέτρα. Έδειξε ότι τα παγκόσμια προβλήματα απαιτούν παγκόσμιες λύσεις. Έθεσε, με τρόπο ρεαλιστικό, σε κλίμα σύμπνοιας και συνεργασίας, μακριά από ανέξοδες και αδιέξοδες αντιπαραθέσεις:
  • τους άξονες στους οποίους θα εδράζονται οι πρωτοβουλίες ανάκαμψης της παγκόσμιας οικονομίας,
  • τις κατευθυντήριες γραμμές για την ενίσχυση της σταθερότητας και ευρωστίας του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, και
  • τις αρχές για την αποφυγή του εμπορικού, νομισματικού και χρηματοπιστωτικού προστατευτισμού.
Η επιτυχία του εγχειρήματος θα καθοριστεί από τη συνέχιση και ενδυνάμωση των συντονισμένων πρωτοβουλιών που θα αναληφθούν σε διεθνές επίπεδο και θα κριθεί από τις εθνικές δράσεις και πολιτικές στο πλαίσιο των αρχών και κανόνων που έθεσε η Σύνοδος. Η Ελληνική κυβέρνηση έγκαιρα και αποφασιστικά, σε συντονισμό και πλήρη ευθυγράμμιση με τις ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες, ανέπτυξε στοχευμένες δράσεις και προχώρησε στην κατάρτιση Εθνικού Σχεδίου Αντιμετώπισης της Κρίσης με βασικούς άξονες δράσης τη διατήρηση των θετικών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης και τη θωράκιση της απασχόλησης, τη συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής, και την ενίσχυση των περισσότερο ευάλωτων στην κρίση κοινωνικών ομάδων. Πρόκειται για ένα συγκροτημένο, συνεκτικό και ολοκληρωμένο εθνικό σχέδιο, με στέρεους και σταθερούς άξονες δράσης, αλλά και με συνεχείς διορθώσεις, συμπληρώσεις και προσαρμογές επί αυτού ώστε να ανταποκρίνεται, με επάρκεια, στα νέα δεδομένα.
 
Σε κάθε περίπτωση απαιτείται αποφασιστικότητα, τόλμη και διορατικότητα στη λήψη των αποφάσεων, ακολουθώντας τις αρχές της διεθνούς κοινότητας και αξιοποιώντας τα πρώτα αισιόδοξα μηνύματα που εκπορεύονται από τη προσπάθεια σταθεροποίησης της παγκόσμιας οικονομίας.

Δημόσιος Τομέας: Η κρίση, το κράτος και η κοινωνική διάσταση των επιχειρήσεων

Η αντιμετώπιση της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής κρίσης, αλλά και των επιπτώσεων αυτής στην πραγματική οικονομία, δημιουργεί ένα πεδίο ανάπτυξης μιας ιδιαίτερα ενδιαφέρουσας συζήτησης αναφορικά με την ανταπόκριση του κράτους και της αγοράς, των βασικών δομικών συστατικών του συστήματος οικονομικής οργάνωσης, στις ανάγκες και απαιτήσεις της κοινωνίας. Της κοινωνίας που αποτελεί τον τελικό αποδέκτη του υψηλού κόστους που συνοδεύει μια συστημική διαταραχή της οικονομίας, καθώς, σύμφωνα με σχετικές μελέτες, οι επιπτώσεις μιας κρίσης μειώνουν κατά 1% το ΑΕΠ κατά το έτος εκδήλωσής της και κατά 3% την επόμενη χρονιά, ενώ οι συνολικές απώλειες της οικονομίας κατά τη διάρκεια μιας τραπεζικής κρίσης κυμαίνονται από 15% έως 20% του ΑΕΠ (Eichengreen et al., 1996; Demirgoc-Kunt et al., 2000; Hoggarth et al., 2001). Στο πλαίσιο του υψηλού τιμήματος που επωμίζεται το κοινωνικό σύνολο εντάσσεται και το δημοσιονομικό κόστος μιας συστημικής τραπεζικής κρίσης, το οποίο, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (2008), εκτιμάται στο 15% του ΑΕΠ.

Συνεπώς, πρώτιστο μέλημα κυβερνήσεων, εποπτικών και ρυθμιστικών αρχών είναι η διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της ευρωστίας της πραγματικής οικονομίας. Το κράτος θα πρέπει να παρεμβαίνει και να μεριμνά για τη βέλτιστη λειτουργία του μηχανισμού της αγοράς και την εξασφάλιση της μέγιστης οικονομικής αποτελεσματικότητας, την κοινωνικά δικαιότερη κατανομή του εισοδήματος και του παραγόμενου πλούτου και τη σταθεροποίηση της οικονομίας.
 
Προς την κατεύθυνση αυτή, και μακριά από προσεγγίσεις άκρατου κρατικού παρεμβατισμού, κινούνται και οι πρωτοβουλίες που έχουν προωθηθεί από την ελληνική κυβέρνηση για τη διατήρηση των θετικών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης και τη θωράκιση της απασχόλησης, την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, την εγγύηση των καταθέσεων, την προστασία των δανειοληπτών και την ενίσχυση της ρευστότητας στην οικονομία. Σε αυτό το πλαίσιο είναι σημαντικό η ρευστότητα να διοχετευτεί στις επιχειρήσεις.
 
Καθοριστικός όμως είναι και ο κοινωνικός ρόλος των επιχειρήσεων, καθώς αφενός η παρούσα κρίση αποτελεί ιδανική ευκαιρία για την ανάπτυξη της τρίτης διάστασης της οικονομίας, του τομέα της «κοινωνικής οικονομίας», και αφετέρου η άμεση αντιμετώπιση της κρίσης επιβάλλει την ανάδειξη υψηλού βαθμού κοινωνικής ευθύνης των επιχειρήσεων, κυρίως των πιστωτικών ιδρυμάτων.
 
Στον τομέα της κοινωνικής οικονομίας, στον οποίο εδράζουν πολιτικές με στόχο την αειφόρο ανάπτυξη, την απασχόληση και την κοινωνική συνοχή, δραστηριοποιούνται μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί, κοινωνικές επιχειρήσεις, συνεταιρισμοί, εθελοντικές οργανώσεις και διάφοροι άλλοι τύποι ενώσεων. Η νέα αυτή μορφή κοινωνικά προσανατολισμένης επιχειρηματικότητας στηρίζεται στην αυτοοργάνωση των πολιτών και στην εθελοντική προσφορά υπηρεσιών στη βάση της αλληλεγγύης και της συνεργασίας. Σύμφωνα με διεθνείς μελέτες αλλά και την παγκόσμια πρακτική, ο τομέας της κοινωνικής οικονομίας συμβάλλει στην κάλυψη των «κενών χώρων» που αφήνουν μεγάλα τμήματα της ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών, συνήθως κοινωνικού χαρακτήρα, των οποίων η παραγωγή και η διάθεση από τους μηχανισμούς της ελεύθερης αγοράς κρίνεται ασύμφορη, η δε παροχή τους από το κράτος πολλές φορές ανέφικτη.
 
Στην Ελλάδα, η έννοια και οι δραστηριότητες του τομέα της κοινωνικής οικονομίας δεν είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένες, καθώς οι όποιες απόπειρες σύστασης κοινωνικών επιχειρήσεων χαρακτηρίζονται από αποσπασματικότητα, συνήθως έχουν άτυπο ή/και παράτυπο χαρακτήρα, και εκλαμβάνονται από την κοινωνία ως «φιλανθρωπικές δράσεις» και «ευεργεσίες». Τα βασικότερα προβλήματα είναι η έλλειψη θεσμικής, χρηματοδοτικής και διοικητικής υποστήριξης, η ανεπάρκεια εξειδικευμένου και έμπειρου ανθρώπινου δυναμικού, η περιορισμένη και ανεπαρκής γνώση, η απουσία ενημέρωσης και η έλλειψη «τεχνογνωσίας» στην οργάνωση και λειτουργία μιας κοινωνικής επιχείρησης, η απουσία ισχυρής παράδοσης στον τομέα της κοινωνικής επιχειρηματικότητας, και η ανεπάρκεια της δικτύωσης και της ανάπτυξης συνεργασιών μεταξύ φορέων της κοινωνικής οικονομίας και του ιδιωτικού τομέα.
 
Οι τρέχουσες δυσμενείς οικονομικές συνθήκες αποτελούν ιδιαίτερη ευκαιρία για την ανάπτυξη συνεκτικής προσέγγισης και ολοκληρωμένης παρέμβασης από την Πολιτεία, με τη συμμετοχή της κοινωνίας, ενθαρρύνοντας την καλλιέργεια και την ενίσχυση του τομέα της κοινωνικής οικονομίας και επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα ως μέσο για την ενδυνάμωση του παραγωγικού ιστού, την ενίσχυση της απασχόλησης, και την τόνωση της κοινωνικής συνοχής. Για την επίτευξη του στόχου αυτού, πέρα από τις υφιστάμενες δομές εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, απαιτείται συνδυασμός πολιτικών και δράσεων, οι οποίες να επιχειρούν τη δημιουργία του κατάλληλου ευνοϊκού πλαισίου ανάπτυξης πρωτοβουλιών κοινωνικής επιχειρηματικότητας. Εκτός όμως από τις πρωτοβουλίες της Πολιτείας, απαιτείται και η αλλαγή της νοοτροπίας του επιχειρηματικού κόσμου, με τη συνειδητοποίηση από μέρους του της ανάγκης ενδυνάμωσης της κοινωνικής επιχειρηματικότητας και της υιοθέτησης και εφαρμογής ενός προτύπου αξιών επιχειρηματικής ηθικής.
 
Πιο εξειδικευμένα, στο πλαίσιο των προσπαθειών για την αντιμετώπιση της τρέχουσας οικονομικής και κοινωνικής συγκυρίας τα πιστωτικά ιδρύματα καλούνται άμεσα και έμμεσα να αναλάβουν την κοινωνική ευθύνη που τους αναλογεί. Άμεσα, ενισχύοντας και στηρίζοντας τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα που πλήττονται περισσότερο από την κρίση. Ενδεχομένως, θα μπορούσαν τα τραπεζικά ιδρύματα να συνεισφέρουν μερίδιο των κερδών τους που θα προκύψει από τη χρήση του πακέτου ενίσχυσης της ρευστότητας της οικονομίας στο Εθνικό Ταμείο Κοινωνικής Συνοχής. Τέτοιες συμπεριφορές και δράσεις ενσωματώνουν και ενσαρκώνουν στοιχεία υπεύθυνης επιχειρηματικότητας και καταλήγουν υπέρ των μακροπρόθεσμων επιχειρηματικών τους συμφερόντων. Έμμεσα, διευκολύνοντας την πιστωτική επέκταση σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις μέσω της μείωσης των επιτοκίων χορηγήσεων, ενισχύοντας την αναπτυξιακή και παραγωγική διαδικασία και στηρίζοντας την ανάκαμψη της οικονομίας. Μία μείωση των επιτοκίων που θα είναι σε αντιστοιχία με το επίπεδο του επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και τις δημοσιονομικές κεφαλαιακές ενισχύσεις.
 
Η Κυβέρνηση, έγκαιρα και αποφασιστικά, σε συντονισμό και πλήρη ευθυγράμμιση με τις ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες, ανέπτυξε στοχευμένες δράσεις και προχώρησε στην κατάρτιση εθνικού σχεδίου αντιμετώπισης της κρίσης που καλύπτει με υπευθυνότητα, τις προκλήσεις που δημιουργεί η τρέχουσα δυσμενής συγκυρία. Πρόκειται για ένα συγκροτημένο, συνεκτικό και ολοκληρωμένο εθνικό σχέδιο, με στέρεους και σταθερούς άξονες δράσης, αλλά και με συνεχείς διορθώσεις, συμπληρώσεις και προσαρμογές επί αυτού ώστε να ανταποκρίνεται με επάρκεια στα νέα δεδομένα. Αυτοί οι άξονες δράσης είναι η διατήρηση των θετικών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης και η θωράκιση της απασχόλησης, η συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής, και η ενίσχυση των περισσότερο ευάλωτων στην κρίση κοινωνικών ομάδων και τομέων. Απομένει και η εκδήλωση υπεύθυνης στάσης από τα πιστωτικά ιδρύματα, η κοινωνική ευθύνη των οποίων έγκειται στην αποτελεσματικότητα της αξιοποίησης και διοχέτευσης των πόρων του σχεδίου ρευστότητας στην οικονομία και στην αμεσότητα που οι πόροι αυτοί θα καρπωθούν και θα επιστραφούν στην κοινωνία.
 
Πηγές:
Demirguc-Kunt, A., E. Detragiache and P. Gupta (2000) “Inside the crisis: An empirical analysis of banking systems in distress”, Working Paper No 00/156, IMF.
Eichengreen, Β., A. Rose and C. Wyplosz (1996) “Contagious currency crises: First tests”, Scandinavian Journal of Economics, 98 (4), 463-484.
Hoggarth, G., R. Reis and V. Saporta (2001) “Costs of banking system instability: Some empirical evidence”, Working Paper No 114, Bank of England.
Κορλίρας, Π. (2003), Η αναζήτηση της οικονομικής τάξης, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα

Σέντρα: Αξιολόγηση των ευρωπαϊκών εκτιμήσεων για την πορεία της Ελληνικής οικονομίας

Η ιδιαιτέρως έντονη, πολυδιάστατη και διαρκώς μεταλλασσόμενη κρίση πλήττει τις εθνικές οικονομίες, μεταξύ των οποίων και την ελληνική.
Σε αυτό το κλίμα αβεβαιότητας και κλυδωνισμών, πολλές ευρωπαϊκές χώρες (17 στο σύνολο, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα) προχώρησαν σε επικαιροποίηση των Προγραμμάτων Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Στηριζόμενη σε αυτά τα Προγράμματα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προέβη σε αναθεωρημένες εκτιμήσεις για την πορεία των ευρωπαϊκών οικονομιών, εντάσσοντας κάποιες από αυτές στη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος (ΔΥΕ) (μεταξύ των οποίων και την Ελλάδα). Σύμφωνα με αυτές τις προβλέψεις (Πίνακας 1):
  • Η Ελλάδα, μεταξύ των χωρών που συμπεριλήφθηκαν στη ΔΥΕ, εμφανίζει τον υψηλότερο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης για το 2008.
  • Η Ελλάδα είναι από τα λίγα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκτιμάται πως θα σημειώσουν θετικό ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης και το 2009 (μόνο 5 από τις 27 χώρες θα έχουν θετικό πρόσημο).
  • Η Ελλάδα, μεταξύ των χωρών που συμπεριλήφθηκαν στη ΔΥΕ, εμφανίζει χαμηλότερο και κοντά στο όριο του 3% δημοσιονομικό έλλειμμα το 2009 και το 2010 (το 3,7% για το 2009 είναι και χαμηλότερο από το 4,0% που είναι ο μέσος ευρωπαϊκός όρος).
Η εικόνα που διαμορφώνεται από τις προαναφερθέντες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε καμία περίπτωση δεν συνάδει με τις προσεγγίσεις που παρουσιάζονται για την Ελληνική οικονομία και την εμφανίζουν ως τον αδύναμο κρίκο της Ευρωζώνης.
Αντιθέτως, η Ελληνική οικονομία βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση, όχι μόνο από περισσότερο ανταγωνιστικές οικονομίες, όπως αυτές της Ισπανίας, της Γαλλίας και της Ιρλανδίας, που επίσης εισήλθαν σε ΔΥΕ, αλλά και από τις άλλες 11 που προχώρησαν σε επικαιροποίηση των Προγραμμάτων Σταθερότητας και Ανάπτυξης(οι επιτυχείς μέχρι σήμερα εκδόσεις τίτλων για τη χρηματοδότηση του δημοσίου χρέους, παρά το υψηλό κόστος δανεισμού, το επιβεβαιώνει).
Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία δεν εμφανίζει διαχρονικές αγκυλώσεις και διαρθρωτικές αδυναμίες. Αδυναμίες που γίνονται ιδιαίτερα εμφανείς σε περιόδους οικονομικής κρίσης (όπως είναι το ύψος του δημοσίου χρέους, το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας κ.α.).
Επιβάλλεται συνεπώς η συνέχιση και εντατικοποίηση της προσπάθειας.
Με υπευθυνότητα, σύνεση, ρεαλισμό και διορατικότητα, μακριά από εύκολες και ανέξοδες δόσεις υποσχεσιολογίας, παροχολογίας και κινδυνολογίας, εντός και εκτός χώρας.
Η Ελληνική κυβέρνηση, έγκαιρα, σε συντονισμό και πλήρη ευθυγράμμιση με τις ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες, ανέπτυξε στοχευμένες δράσεις και προχώρησε στην κατάρτιση Εθνικού Σχεδίου Αντιμετώπισης της Κρίσης, με βασικούς άξονες δράσης τη διατήρηση των θετικών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης και τη στήριξη της απασχόλησης, τη συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής με στόχο τη μακροχρόνια, σύμφωνα και με το Επικαιροποιημένο Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης, βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών και την ενίσχυση των περισσότερο ευάλωτων στην κρίση κοινωνικών ομάδων.

Πρόκειται για ένα συνεκτικό και ολοκληρωμένο Εθνικό Σχέδιο, με σταθερούς άξονες δράσης, αλλά και με συνεχείς διορθώσεις και προσαρμογές ώστε να ανταποκρίνεται με επάρκεια στα νέα δεδομένα.

Πίνακας 1: Εκτιμήσεις Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ιανουάριος 2009

 

 
Πραγματικό
ΑΕΠ (%)
Δημοσιονομικό Έλλειμμα (%)
 
2008
2009
2010
2008
2009
2010
Ιρλανδία (ΔΥΕ)
-2,0
-5,0
0,0
-6,3
-11,0
-13,0
Ελλάδα (ΔΥΕ)
2,9
0,2
0,7
-3,4
-3,7
-4,2
Ισπανία (ΔΥΕ)
1,2
-2,0
-0,2
-3,4
-6,2
-5,7
Γαλλία (ΔΥΕ)
0,7
-1,8
0,4
-3,2
-5,4
-5,0
Λετονία (ΔΥΕ)
-2,3
-6,9
-2,4
-3,5
-6,3
-7,4
Δανία
-0,6
-1,0
0,6
3,1
-0,3
-1,5
Γερμανία
1,3
-2,3
0,7
-0,1
-2,9
-4,2
Ολλανδία
1,9
-2,0
0,2
1,1
-1,4
-2,7
Σουηδία
0,5
-1,4
1,2
2,3
-1,3
-1,4
Φινλανδία
1,5
-1,2
1,2
4,5
2,0
0,5
Μεγ. Βρετανία
-0,6
-2,3
0,9
-5,7
-9,5
-9,2
Πηγή: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2009)

Πρoστατευμένο: Άρθρο Χρ. Σταϊκούρα στην Ισοτιμία: Οικονομική αποτελεσματικότητα και κοινωνική δικαιοσύνη | 1.11.2008

Αυτό το περιεχόμενο είναι προστατευμένο με συνθηματικό. Για να το δείτε εισάγετε το συνθηματικό σας παρακάτω:

TwitterInstagramYoutube