* Σε συνεργασία με τον Στ. Πέτσα, στέλεχος του Υπουργείου Οικονομικών, Γενικό Λογιστήριο του Κράτους
Όπως μαρτυρούν τα στοιχεία εκτέλεσης του Κρατικού Προϋπολογισμού, η χώρα επιτυγχάνει τους δημοσιονομικούς της στόχους. Το πρωτογενές πλεόνασμα των 508 εκατ. € του Κρατικού Προϋπολογισμού που καταγράφηκε στο πρώτο τρίμηνο του 2013, επιτρέπει αισιοδοξία, αλλά όχι εφησυχασμό. Και τούτο διότι υπάρχουν κατηγορίες εσόδων οι οποίες εξακολουθούν να υστερούν. Ιδίως στους εμμέσους φόρους, η υστέρηση έναντι των στόχων φαίνεται να παγιώνεται. Το πρώτο τρίμηνο του 2013 τα έσοδα από έμμεσους φόρους είναι χαμηλότερα κατά 516 εκατ. € έναντι των στόχων, εκ των οποίων στο ΦΠΑ η υστέρηση ανέρχεται στα 260 εκατ. € ή 7,3%.
Στο πλαίσιο αυτό, για την κυβέρνηση εθνικής ευθύνης αποτελεί προτεραιότητα η συνεχής παρακολούθηση της πορείας των εσόδων, η αξιολόγηση και η τροποποίηση πολιτικών που δεν αποδίδουν. Άλλωστε, όταν ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας, έθεσε στους εταίρους (Τρόϊκα) την ανάγκη επαναξιολόγησης μέτρων που είχαν ληφθεί στο παρελθόν αλλά δεν αποδίδουν τα έσοδα που είχαν αρχικά εκτιμηθεί. Ένα τέτοιο μέτρο, ήταν και η αύξηση του ΦΠΑ στην εστίαση που ισχύει από 01.09.2011. Συγκεκριμένα, στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015 (Ιούλιος 2011), προβλεπόταν ότι η μετάταξη του Φ.Π.Α. στην εστίαση από το χαμηλό (13%), στον υψηλό συντελεστή (23%), θα απέφερε επιπλέον έσοδα 1.000 εκατ. € σε ετήσια βάση. Εν συνεχεία, στο Συμπληρωματικό Π/Υ 2012 (Φεβρουάριος 2012), η απόδοση του μέτρου περιορίστηκε στα 800 εκατ. €.
Επειδή τα στοιχεία εκτέλεσης του Κρατικού Προϋπολογισμού δείχνουν ότι δεν προέκυψε αύξηση εσόδων, το Υπουργείο Οικονομικών ανέλαβε να αποτιμήσει την απόδοση του μέτρου αυτού. Σύμφωνα με τα στοιχεία των συναρμόδιων Υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών (14η Δ/νση Φ.Π.Α., ΓΓΠΣ), σε ετήσια βάση, συγκρίνοντας τα στοιχεία 01.09.2010-31.08.2011, με τα αντίστοιχα της περιόδου 01.09.2011-31.08.2012, από τις επιχειρήσεις με κύρια δραστηριότητα την εστίαση, εισπράχτηκαν παραπάνω 160 εκατ. € περίπου, λόγω της αύξησης του συντελεστή Φ.Π.Α. στο 23%. Από τη σύγκριση αυτή, προκύπτει ότι τα ετήσια έσοδα που απεκόμισε το Ελληνικό Δημόσιο, ήταν υποπολλαπλάσια από τα αρχικά προϋπολογισθέντα (βλέπε Διάγραμμα).
Παράλληλα, πολλές επιχειρήσεις του κλάδου, μεταξύ των οποίων και ορισμένες σημαντικές πολυεθνικές επιχειρήσεις, είτε έκλεισαν αριθμό καταστημάτων τους, είτε ανέστειλαν τη λειτουργία τους. Ταυτόχρονα, η φοροδιαφυγή φαίνεται να ενισχύθηκε, όπως δείχνει η σημαντική συρρίκνωση της βάσης ΦΠΑ, η οποία είναι μεγαλύτερη από ότι δικαιολογεί η μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι το μέτρο αύξησης του ΦΠΑ στην εστίαση δεν οδήγησε στην αύξηση εσόδων που είχε αρχικά εκτιμηθεί, ενώ ταυτόχρονα απομάκρυνε σημαντικές επιχειρήσεις από την Ελλάδα και αύξησε τη φοροδιαφυγή. Έτσι, με πρωτοβουλία του ίδιου του Πρωθυπουργού τέθηκε το ζήτημα της μείωσης του ΦΠΑ στην εστίαση στο 13% κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με την Τρόϊκα. Δεδομένου ότι η Τρόϊκα ζήτησε χρόνο για να αξιολογήσει το μέτρο, ζητήθηκε από τους επικεφαλής της να συνεργαστούν με τις υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών, ώστε να υιοθετηθεί κοινή μεθοδολογία και στην επόμενη αξιολόγηση (Ιούνιος 2013) του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής, να αποφασιστεί η δέουσα πολιτική.
Βέβαια, η επιλογή μείωσης του συντελεστή ΦΠΑ στην εστίαση στο 13% αναμένεται να οδηγήσει βραχυπρόθεσμα σε απώλεια εσόδων. Όμως, αφενός το ύψος της απώλειας εσόδων θα εξαρτηθεί από το σε ποιά περίοδο του έτους θα εφαρμοστεί η μείωση του ΦΠΑ στο 13% και αφετέρου η βραχυπρόθεσμη επίπτωση απώλειας εσόδων, θα πρέπει να εξεταστεί και έναντι της αλλαγής συμπεριφοράς που θα προκαλέσει στους καταναλωτές. Εάν η μείωση του φορολογικού συντελεστή επηρεάσει θετικά την ψυχολογία των συμμετεχόντων στην αγορά και βελτιωθούν οι καταναλωτικές και επιχειρηματικές προσδοκίες, ενδέχεται να αυξηθεί η κατανάλωση, και τελικά να αυξηθούν και όχι να μειωθούν τα έσοδα από Φ.Π.Α. Δεδομένης της αβεβαιότητας, η μείωση του συντελεστή στο 13% θα μπορούσε να εφαρμοστεί πιλοτικά. Εάν δεν αποδώσει τα αναμενόμενα οφέλη (δηλαδή συγκράτηση της απασχόλησης, μείωση λιανικών τιμών, αύξηση της κατανάλωσης, μείωση της φοροδιαφυγής), τότε θα μπορούσε να επανέλθει ο ισχύον συντελεστής του 23%.
Στόχος της κυβέρνησης είναι πολιτικές που δεν αποδίδουν, να τροποποιούνται προς όφελος της οικονομίας, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
Εμμονή στις αυξήσεις φόρων για τους φόρους, σε μια οικονομία που διανύει μακρά περίοδο ύφεσης, δεν δικαιολογείται.
Κλείνουμε με την επισήμανση ότι η διάχυση της πεποίθησης ότι η χώρα αρχίζει να ξεπερνά τις δυσκολίες και ανακτά βαθμούς ελευθερίας στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής είναι πολυδιάστατης και όχι μόνο συμβολικής σημασίας στην εθνική προσπάθεια για ταχύτερη και οριστική έξοδο από την κρίση.