Αποσπάσματα τοποθέτησης στην κοινή συνεδρίαση των Επιτροπών Οικονομικών και Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής με θέμα την Έκθεση Ελέγχου του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις
Είναι γνωστό ότι η αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Δημοσίου προς τους ιδιώτες συμβάλλει στην εξυγίανση των προϋπολογισμών των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, ενισχύει την αξιοπιστία του Δημοσίου και συνιστά βασική πηγή τόνωσης της ρευστότητας στην οικονομία.
Άλλωστε και το Ελεγκτικό Συνέδριο, στην Έκθεση που συζητάμε σήμερα, επισημαίνει ότι «η σώρευση ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων μπορεί να έχει αρνητικές επιδράσεις στην εγχώρια οικονομία και αποτελεί μείζον πρόβλημα του δημοσιονομικού συστήματος της χώρας».
Σε αυτό το πλαίσιο, αντιθέτως απ’ ότι έπραξε η προηγούμενη Κυβέρνηση, η σημερινή Κυβέρνηση έχει αποτύχει στο στόχο εκκαθάρισης αυτών των οφειλών.
Συγκεκριμένα, όπως τα στοιχεία αποτυπώνουν:
1ον: Οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του Δημοσίου παραμένουν σταθερά υψηλές.
Υπενθυμίζεται ότι στο τέλος του 2012, η προηγούμενη Κυβέρνηση δημιούργησε το θεσμικό και λειτουργικό πλαίσιο για την σταδιακή εξόφλησή τους.
Πλαίσιο που ισχύει και εφαρμόζεται, με προσαρμογές, μέχρι και σήμερα.
Το αποτέλεσμα ήταν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου, από περίπου 9,6 δισ. ευρώ στο τέλος του 2012, να μειωθούν, μέσα σε 2 χρόνια, περίπου κατά 6 δισ. ευρώ, στα 3,6 δισ. ευρώ, τονώνοντας τη ρευστότητα της οικονομίας και βοηθώντας ουσιαστικά στην καταγραφή θετικού ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης – για πρώτη φορά – το 2014.
Δυστυχώς όμως, από τον Ιανουάριο του 2015, η κατάσταση άλλαξε.
Οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του Δημοσίου άρχισαν και πάλι να «τραβούν την ανηφόρα».
Έτσι, παρά το γεγονός ότι εκταμιεύθηκαν περισσότερα από 7 δισ. ευρώ από δόσεις της δανειακής σύμβασης για την αποπληρωμή τους, αυτές οι οφειλές παραμένουν υψηλές, ξεπερνώντας σήμερα τα 3 δισ. ευρώ (σχεδόν στο ύψος του 2014).
Αυτό οφείλεται κατά βάση, πέρα από εγγενείς διαρθρωτικές αδυναμίες στη δημοσιονομική διαχείριση, στην επιλογή της Κυβέρνησης να συντηρεί την «εσωτερική στάση πληρωμών» όσο και στην ανικανότητά της να απορροφήσει τους διαθέσιμους πόρους.
Συνεπώς, 1ο Συμπέρασμα: Η Κυβέρνηση απέτυχε να μειώσει τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις.
2ον: Η πλήρης εκκαθάρισή τους έχει παραπεμφθεί στις «αριστερές καλένδες».
Αρχικά, με βάση το 3ο Μνημόνιο, η αποπληρωμή τους θα ολοκληρωνόταν έως το τέλος του 2016.
Στη συνέχεια, με βάση τις επικαιροποιήσεις του Μνημονίου, αυτή μετατέθηκε για τον Ιούνιο του 2017, κατόπιν για το τέλος του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018, και στη συνέχεια για το τέλος του 2018.
Μάλιστα ο Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών, στις 19 Μαρτίου, «δεσμευόταν ότι το υπόλοιπο των ληξιπροθέσμων θα έχει μηδενιστεί μέχρι το τέλος του προγράμματος».
Ενώ, παρόμοιες, επαναλαμβανόμενες και ανεκπλήρωτες δεσμεύσεις είχε αναλάβει και η Υπουργός Εργασίας, η οποία δήλωνε ότι «ο σχεδιασμός της Κυβέρνησης για την εκκαθάριση σχεδόν όλου του όγκου των εκκρεμών αιτήσεων συνταξιοδότησης ληξιπρόθεσμων είναι για τον Αύγουστο του 2018».
Τελικά τίποτα από τα παραπάνω δεν ισχύει.
Τουναντίον, το Προσχέδιο του Προϋπολογισμού απλά προβλέπει την περαιτέρω μείωσή τους μέχρι το τέλος του έτους, και φυσικά όχι την πλήρη εκκαθάρισή τους.
Συνεπώς, 2ο Συμπέρασμα: Η Κυβέρνηση απέτυχε να υλοποιήσει τις χρονικές δεσμεύσεις της για πλήρη εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων.
3ον: Η αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών βασίζεται πλέον αποκλειστικά στα υπερ-πλεονάσματα και στην υπερ-φορολόγηση των πολιτών.
Υπενθυμίζεται ότι για πρώτη φόρα κατά τη διάρκεια κάποιου προγράμματος, και συγκεκριμένα μετά την 2η αξιολόγηση τον Ιούνιο του 2017, καταγράφηκε η υποχρέωση του Δημοσίου να συμβάλει με ίδιους πόρους στην αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Αρχικά με αναλογία 1/2 έναντι των δόσεων του δανείου, και στη συνέχεια με αναλογία 1/1, επιβαρύνοντας – ακόμη περισσότερο – τους Έλληνες φορολογούμενους.
Αντίστοιχη πρόβλεψη δεν υπήρχε σε προηγούμενο Πρόγραμμα.
Συνεπώς, 3ο Συμπέρασμα: Η Κυβέρνηση απέτυχε να απορροφήσει έγκαιρα και στο σύνολο τους πόρους του Προγράμματος για την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων.
Όλα αυτά επιβεβαιώνουν την Κυβερνητική ανικανότητα και αναποτελεσματικότητα σε ένα ακόμη πεδίο άσκησης οικονομικής πολιτικής.
Σημεία τοποθέτησης στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων κατά την ακρόαση του Εκπροσώπου της Ελλάδας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, κ. Μιχάλη Ψαλιδόπουλου
1ο: Η επόμενη ημέρα της λήξεως του προγράμματος.
Η χρηματοδότηση της χώρας, μέσω των προγραμμάτων, φαίνεται να ολοκληρώνεται το καλοκαίρι.
Όμως, η επόμενη ημέρα δεν θα βρει τη χώρα στη ίδια κατάσταση που βρέθηκαν οι άλλες χώρες που εφάρμοσαν προγράμματα προσαρμογής.
Και αυτό γιατί:
1ον. Η Κυβέρνηση έχει ψηφίσει νέα μέτρα λιτότητας για μετά τη λήξη του προγράμματος.
2ον. Η Κυβέρνηση έχει δεσμευτεί στην επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων για πολλά χρόνια μετά το 2018.
3ον. Η Κυβέρνηση έχει δεσμεύσει τη δημόσια περιουσία της χώρας για χρονικό διάστημα περίπου ενός αιώνα.
4ον. Η Κυβέρνηση έχει συμφωνήσει η υλοποίηση των αναγκαίων παρεμβάσεων για τη ρύθμιση του χρέους να μετατεθεί για μετά το καλοκαίρι, ένα αυτό κριθεί τότε αναγκαίο.
5ον. Η Κυβέρνηση έχει αποδεχθεί τον μηχανισμό ενισχυμένης και όχι μετα-προγραμματικής εποπτείας (Κανονισμός ΕΕ 472/2013).
2ο: Η δημιουργία ταμειακού αποθέματος.
Η Κυβέρνηση επιλέγει να μην ζητήσει προληπτική γραμμή στήριξης, προσπαθώντας να φτιάξει ένα ταμειακό απόθεμα.
Αυτό όμως το κάνει χρησιμοποιώντας εις βάρος της ρευστότητας τις «κουτσουρεμένες δόσεις» του δανείου, επιβάλλοντας εσωτερική στάση πληρωμών, υπερφορολογώντας νοικοκυριά και επιχειρήσεις, προχωρώντας σε σχετικά ακριβές εκδόσεις χρέους, όταν οι διαθέσιμοι από το πρόγραμμα πόροι, οι οποίοι – με ευθύνη της – δεν αντλούνται, προσφέρονται με πολύ χαμηλότερο επιτόκιο.
Συνεπώς «χτίζει» ταμειακό απόθεμα, «στραγγαλίζοντας» την πραγματική οικονομία.
3ο: Βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους.
Στην ανάλυση βιωσιμότητας χρέους, τον Ιούνιο του 2015, το ΔΝΤ υποστήριζε ότι το χρέος είχε μπει σε «μονοπάτι βιωσιμότητας» από τον Μάιο του 2014.
Εκτιμούσε ότι αυτό θα διαμορφωνόταν κοντά στο 60% του ΑΕΠ το 2060, ενώ οι χρηματοδοτικές ανάγκες κοντά στο 13% του ΑΕΠ.
Στην τελευταία ανάλυση βιωσιμότητας χρέους, τον Ιούλιο του 2017, το ΔΝΤ εκτιμά ότι το δημόσιο χρέος θα εκτοξευθεί στο 195% του ΑΕΠ το 2060, ενώ οι χρηματοδοτικές ανάγκες στο 45% του ΑΕΠ!
Και χαρακτηρίζει το χρέος ως «εξαιρετικά μη βιώσιμο».
Είναι προφανές ότι η βιωσιμότητά του επιβαρύνθηκε την τελευταία τριετία, ιδιαίτερα το 1ο εξάμηνο του 2015.
Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος εκτιμά το κόστος εκείνης της περιόδου στα 86 δισ. ευρώ.
Ο Επικεφαλής του ESΜ στα 100 δισ. ευρώ.
Και ο πρώην επικεφαλής του Euro Working Group στα 200 δισ. ευρώ.
Θεωρούμε ότι η αναγκαία σήμερα ρύθμιση του χρέους, θα πρέπει να είναι καθαρή, ποσοτικοποιημένη και αυτόματη.
Τέλος, εκτιμούμε ότι η ρήτρα ανάπτυξης αποτελεί «αντικίνητρο ανάπτυξης».
Κι αυτό γιατί όσο περισσότερο θα αυξάνεται το εθνικό εισόδημα, τόσο περισσότερο το μέρισμα της ανάπτυξης δεν θα πηγαίνει στους πολίτες, αλλά θα κατευθύνεται για την εξυπηρέτηση του χρέους.
4ο: Ανάπτυξη.
Η χώρα επέστρεψε στην ύφεση την περίοδο 2015-2016, μετά την ανάκαμψη του 2014.
Το 2017, ο ρυθμός μεγέθυνσης διαμορφώνεται στο 50% των στόχων.
Και το 2018 προβλέπεται ότι θα υπάρξει νέα υστέρηση.
Με βάση τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, η απώλεια δυνητικού ΑΕΠ την περίοδο 2015-2017 ανέρχεται στα 29 δισ. ευρώ (από πρόβλεψη για ονομαστικό ΑΕΠ στα 207 δισ. ευρώ το 2017, διαμόρφωση τελικά στα 178 δισ. ευρώ το 2017).
Ενώ με βάση την προχθεσινή έκθεση του Ταμείου για την Ευρώπη, η Ελλάδα είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη επιδείνωση των προσδοκιών για άνοδο του ΑΕΠ φέτος και το 2019 και ένα από τα δύο μόνο κράτη-μέλη που θα τα πάνε χειρότερα στο πεδίο της ανάπτυξης από ότι αρχικά προβλεπόταν.
5ο: Ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου.
Αυτές έχουν διαμορφωθεί περίπου στο ύψος του 2014, παρά το γεγονός ότι έχουν εκταμιευθεί περισσότερα από 5 δισ. ευρώ από δόσεις της δανειακής σύμβασης για την αποπληρωμή τους.
Η Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι αυτές θα μηδενιστούν τον Αύγουστο.
Κάθε μήνα όμως αυξάνουν.
Παράλληλα, από τη σκούπισμα των ταμειακών διαθεσίμων φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, η Κυβέρνηση έχει προχωρήσει στην έκδοση repos, ύψους άνω των 22 δισ. ευρώ, από 8,5 δισ. ευρώ στο τέλος του 2014, στερώντας ρευστότητα από την οικονομία.
6ο: Ιδιωτικό χρέος.
Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των πολιτών προς τις εφορίες και τα ασφαλιστικά ταμεία διαρκώς αυξάνονται, υπερβαίνοντας πλέον τα 130 δισ. ευρώ.
Παρουσιάζουν έτσι μία αύξηση της τάξεως του 55% από το τέλος του 2014.
Αυτό το πρόβλημα της οικονομικής πολιτικής της Κυβέρνησης, με την υπερφορολόγηση των πολιτών και την αύξηση ασφαλιστικών εισφορών νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Τοποθέτηση στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων κατά την ενημέρωση από τον Υπουργό Οικονομικών για τη συνεδρίαση του Eurogroup της Δευτέρας 20 Φεβρουαρίου 2017
Κύριε Υπουργέ,
Οι Βουλευτές της ΝΔ, ασκώντας το κοινοβουλευτικό μας δικαίωμα, ζητήσαμε να ενημερωθούμε για τα αποτελέσματα του τελευταίου Eurogroup.
Συνεδρίαση από την οποία δεν προέκυψε, όπως συνηθίζεται, γραπτή δήλωση των αποτελεσμάτων της.
Συνεδρίαση μετά την οποία δεν υπήρξε δήλωσή σας, όπως το συνηθίζετε.
Προφανώς γιατί οι δεσμεύσεις που αναλάβατε είναι επώδυνες και τα νέα μέτρα σκληρά.
Αναμενόμενο βέβαια, αν ανατρέξει κανείς στην ταπεινωτική επιστολή σας προς τους θεσμούς, στα τέλη Δεκεμβρίου, όταν υπόσχεστε, σύμφωνα με την μετάφραση του ίδιου του Υπουργείου Οικονομικών, «διαρκή αφοσίωση στις δεσμεύσεις του Μνημονίου».
Να το επαναλάβω λίγο: «διαρκή αφοσίωση στις δεσμεύσεις του Μνημονίου».
Αντιλαμβάνεστε συνεπώς κανείς γιατί αυτή η Κυβέρνηση είναι «η Κυβέρνηση των προθύμων».
Συνεπώς, για αυτούς τους λόγους ζητήσαμε από εσάς σήμερα, κε. Υπουργέ, να ενημερωθούμε, με σοβαρότητα και υπευθυνότητα, μακριά από εξυπνακισμούς.
Γιατί οι προβληματισμοί και τα ερωτήματα που εγείρονται είναι πολλά.
Και δεν έχουν απαντηθεί, ούτε σήμερα, από εσάς.
Και ξέρετε, η «δημιουργική ασάφεια» αυτής της Κυβέρνησης έχει κοστίσει πολύ ακριβά στη χώρα.
Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,
Ως Αξιωματική Αντιπολίτευση, και το έχουμε υποστηρίξει πολλές φορές, θα θέλαμε η σημερινή συζήτηση να είναι διαφορετική.
Να έχει κλείσει η αξιολόγηση, να έχουν ληφθεί τα μέτρα για το χρέος, να έχει μπει η χώρα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, εκκρεμότητα που υπάρχει από το Μάρτιο του 2015.
Δυστυχώς όμως, άλλο ένα Eurogroup πέρασεχωρίς συμφωνία επί της αξιολόγησης.
Χωρίς χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσής της.
Με πλήρη υποχώρηση της Κυβέρνησης στις απαιτήσεις των δανειστών, προκειμένου οι θεσμοί να επιστρέψουν από σήμερα.
Χωρίς τις αναγκαίες και ουσιαστικές αποφάσεις για το δημόσιο χρέος.
Και με την ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης να μετατίθεται για το μέλλον.
Συνεπώς, η εκκρεμότητα παραμένει.
Το «σύρσιμο» όμως της αξιολόγησης είναι καταστροφικό για τη χώρα.
Και εδώ αρχίζουν τα συγκεκριμένα ερωτήματα.
1ο Ερώτημα: Κε. Υπουργέ, μπορείτε να δεσμευτείτε για το πότε θα κλείσει η αξιολόγηση;
Θα θέλαμε συγκεκριμένη ημερομηνία.
2ο Ερώτημα: Ισχύει η δήλωση του Πρωθυπουργού, στη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου, στις 6 Νοεμβρίου, ότι «εντός του 1ου τριμήνου του 2017 εντάσσονται και τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ»;
Θα γίνει αυτό το Μάρτιο; Δεσμεύεστε; Ή χάθηκε, όπως το συνηθίζετε άλλωστε, και αυτή η ημερομηνία;
3ο Ερώτημα: Κε. Υπουργέ, πότε θα έπρεπε να είχε κλείσει η αξιολόγηση;
Πότε προέβλεπε ο Προϋπολογισμός του 2017 εκταμίευση της δόσης; Μήπως από το Δεκέμβριο του 2016;
Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι, με βάση το 3ο Μνημόνιο, η 2η αξιολόγηση θα έπρεπε να είχε κλείσει πριν από ένα χρόνο, το Φεβρουάριο του 2016.
Με βάση την επικαιροποίηση του Μνημονίου, τον Οκτώβριο.
Και με βάση τις διαβεβαιώσεις του Πρωθυπουργού στις αρχές Δεκεμβρίου.
Τίποτα απ’ αυτά δεν έγινε.
Και δεν είναι μόνο δικές μας διαπιστώσεις.
Ο κ. Φίλης υποστήριξε, πρόσφατα, ότι «είχαμε πει στις 5 Δεκεμβρίου κλείσιμο της αξιολόγησης και θα φύγει το ΔΝΤ. Δεν επιβεβαιώθηκε καμία εκτίμησή μας.»
Και σήμερα, η Κυβέρνηση πανηγυρίζει απλώς για την επιστροφή των θεσμών στην Ελλάδα.
Και ενώ η πραγματική οικονομία βουλιάζει.
4ο Ερώτημα: Υπήρξε τελικά πολιτική συμφωνία στο Eurogroup;
Το non-paper της Κυβέρνησης το είδατε;
Συμφωνείτε με το περιεχόμενό του;
Υποστηρίζει ότι «υπήρξε πολιτική συμφωνία».
Όμως, ο επικεφαλής του Eurogroup ανέφερε ότι «δεν υπάρχει πολιτική συμφωνία».
Όλα παραπέμπονται στη συνέχεια της διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς, που θα πρέπει να καταλήξει σε μία τεχνική συμφωνία (staff level agreement), ώστε στη συνέχεια, σε επόμενο Eurogroup, να υπάρξει πολιτική συμφωνία.
Κε. Υπουργέ, ποιος λέει ψέματα; Το Μαξίμου ή ο Επικεφαλής του Eurogroup;
5ο Ερώτημα: Κε. Υπουργέ, για εσάς, η καθυστέρηση ολοκλήρωσης της αξιολόγησης έχει κόστος;
Γιατί για κάποιους υπουργούς της Κυβέρνησής σας, έχει όφελος.
Τελικά, λόγω της πολύμηνης καθυστέρησης, όπως έχετε υποστηρίξει «καήκαμε» ή «καιγόμαστε»;
Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι, για τη ΝΔ, η καθυστέρηση έχει τεράστιο κόστος για τη χώρα και τους πολίτες.
Σ’ αυτή την εκτίμησησυμφωνούν η Τράπεζα της Ελλάδος, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, το Δημοσιονομικό Συμβούλιο, ερευνητικοί και μη φορείς.
Δεν είναι όμως μόνο εκτίμηση. Είναι και διαπίστωση.
Και αυτό γιατί οι καθυστερήσεις των 2 τελευταίων ετών, εξαιτίας της αναποτελεσματικότητας, της αναξιοπιστίας και των ιδεοληψιών της Κυβέρνησης, έχουν καταλήξει:
Σε ένα 3ο, αχρείαστο, Μνημόνιο.
Στους κεφαλαιακούς περιορισμούς, που ακόμη υφίστανται.
Στο υπερταμείο αποκρατικοποιήσεων, διάρκειας ενός αιώνα.
Στον οριζόντιο και αυτόματο «κόφτη».
Σε πρόσθετα μέτρα λιτότητας ύψους, μέχρι σήμερα, 9 δισ. ευρώ.
Και ακολουθούν και άλλα, με την επικείμενη νομοθέτηση νέων, επώδυνων μέτρων λιτότητας και για μετά τη λήξη του Προγράμματος, δηλαδή για μετά το 2018.
Το πόσα θα είναι αυτά τα νέα μέτρα, θα το δούμε το επόμενο διάστημα.
Δυστυχώς όμως, θα τα βιώσουν, με οδυνηρό τρόπο, οι πολίτες.
6ο Ερώτημα: Μην μας επαναλάβετε τη γνωστή αναφορά για παράλογες απαιτήσειςτου ΔΝΤ.
Διότι και εμείς έχουμε αναφερθεί σε αυτές, όπως και στο μερίδιο ευθύνης που οι δανειστές έχουν για το αδιέξοδο.
Αλήθεια όμως, εσείς έχετε ολοκληρώσει όλες τις μεταρρυθμίσεις τις οποίες έχετε υπογράψει και υπάρχουν στο Πρόγραμμα;
Η απάντηση είναιόχι. Και το έχετε υποστηρίξει και εσείς αυτό.
Συνεπώς, ακόμη και αν δεν υπήρχαν οι παράλογες απαιτήσεις, εσείς δεν είστε συνεπής στις μεταρρυθμιστικές δεσμεύσεις σας.
Διότι, από ιδεοληψία, δεν τις πιστεύετε.
7ο Ερώτημα: Και μιας και ο λόγος για τις παράλογες απαιτήσεις, μήπως τελικά τις έχετε αποδεχθεί;
Πως αξιολογείτε τη δήλωση του Εκπροσώπου του ΔΝΤ ότι «καλωσορίζουμε την πρόοδο των ελληνικών αρχών στην εκπλήρωση των απαιτήσεων των θεσμών σε τομείς-κλειδιά. Στη βάση αυτή, συμφωνήσαμε να στείλουμε πίσω την αποστολή.»
Κε. Υπουργέ, είναι ανακριβής η δήλωση; Λέει ψέματα το ΔΝΤ;
Είναι σαφές, με την αποδοχή των απαιτήσεων των εταίρων και δανειστών, ότι όχι μόνο δεν «έχουμε το τέλος της λιτότητας», αλλά έχουμε τη διεύρυνση και την επέκταση της λιτότητας.
Με την υπογραφή του κ. Τσίπρα και τη δική σας.
Και κάτι ακόμη: με δεδομένες τις δεσμεύσεις που ανέλαβε η Κυβέρνηση για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και πρόσθετα μέτρα λιτότητας μετά τη λήξη του Προγράμματος, δηλαδή μετά το 2018, το επόμενο Μεσοπρόθεσμο που θα καλύπτει την περίοδο 2018-2021 θα αποτελέσει, ουσιαστικά, το «4ο Μνημόνιο».
Και πάμε τώρα στις δεσμεύσεις σας.
8ο Ερώτημα: Συμφωνήσατε σε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για μακρά περίοδο, ενώ μέχρι πρόσφατα υποστηρίζατε ότι αυτά δεν «βγαίνουν».
Ο Πρωθυπουργός όμως δεν υποστήριζε, στο Economist, στις 23 Ιουνίου 2016, ότι «είναι απολύτως αδύνατον, πρωτογενή πλεονάσματα του ύψους του 3,5% του ΑΕΠ, μετά το 2018, να διατηρηθούν και, μάλιστα, για αρκετά χρόνια. Εκτός και αν θέλουμε να πνίξουμε την ελληνική οικονομία και να έχουμε διαρκώς συνθήκες μακροχρόνιας στασιμότητας»;
Πάει και αυτή η «κόκκινη γραμμή»;
9ο Ερώτημα: Συμφωνήσατε στην άμεση νομοθέτηση μέτρων για τα χρόνια μετά την ολοκλήρωση του 3ου Μνημονίου, δηλαδή για μετά το 2018.
Μα εσείς δεν υποστηρίζατε, σε Συνέντευξή σας, στις 22 Ιανουαρίου, ότι «η Κυβέρνηση έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να νομοθετήσει τώρα μέτρα για το 2019 και μετά»;
Εσείς δεν υποστηρίζατε, με Δελτίο Τύπου της 26ης Ιανουαρίου, «ότι η νομοθέτηση εκ των προτέρων τι θα γίνει το 2019 εκφεύγει κατά πολύ του δημοκρατικού ευρωπαϊκού πλαισίου και των ηθικών αξιών»;
Πάει και αυτή η «κόκκινη γραμμή»;
10ο Ερώτημα: Συμφωνήσατε στη μείωση των συντάξεων και του αφορολόγητου.
Μα το Υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης δεν υποστήριζε, σε Δελτίο Τύπου, στις 22 Ιανουαρίου 2017, ότι «δεν είναι στις προθέσεις της Κυβέρνησης η μείωση του αφορολόγητου»;
Πάει και αυτή η «κόκκινη γραμμή»;
Και αλήθεια, κε. Υπουργέ, εσείς προσωπικά το αποδέχεστε;
Διότι είχατε απειλήσει, στις 12 Απριλίου 2016, με παραίτηση αν μειωνόταν πέρυσι το αφορολόγητο.
Τελικά μειώθηκε, αλλά δεν παραιτηθήκατε.
Σήμερα που θα μειωθεί και άλλο, τι θα κάνετε;
Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,
Όλα αυτά τα μέτρα λιτότητας θα εφαρμοστούν προκειμένου να επιτευχθούν υψηλοί δημοσιονομικοί στόχοι.
Ενώ, τα όποια επεκτατικά μέτρα θα εφαρμοστούν υπό την προϋπόθεση ότι θα επιτυγχάνονται αυτοί οι στόχοι.
Απόδειξη;
Η αναφορά του Επικεφαλής του Eurogroup, ότι «αν όλα πάνε καλά, και οι δημοσιονομικοί στόχοι εκπληρώνονται, τότε μπορεί να υπάρξει δημοσιονομικός χώρος».
Αλήθεια όμως, εσείς δεν υποστηρίζατε ότι αυτοί οι στόχοι δεν πιάνονται;
Εσείς δεν λέγατε ότι αυτοί απαιτούννέα μέτρα λιτότητας;
Σήμερα υποστηρίζετε ότι θα υπάρξει και δημοσιονομικό περιθώριο για ελαφρύνσεις;
Η αλήθεια είναι ότι αντί η Κυβέρνηση να συζητά, όπως η Αξιωματική Αντιπολίτευση έχει προτείνει, για χαμηλότερους, ρεαλιστικούς στόχους που θα δημιουργήσουν χώρο για φορολογικές ελαφρύνσεις, έχει ήδη δεσμευθεί σε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, η επίτευξη των οποίων απαιτεί πρόσθετα μέτρα λιτότητας.
Πρόσθετα μέτρα λιτότητας για να επιτευχθείυπερκάλυψη του στόχου, ώστε να υπάρξει δημοσιονομικός χώρος προκειμένου να ενεργοποιηθούν τα αντισταθμιστικά μέτρα.
Τα οποία βέβαια αντισταθμιστικά μέτρα, τόσο στο 2ο όσο και στο 3ο Μνημόνιο, προβλέπονται.
Να σας θυμίσω ότι η προηγούμενη Κυβέρνηση επέτυχε, το 2014, τη μείωση σειράς φορολογικών συντελεστών, όπως είναι ενδεικτικά ο ΦΠΑ στην εστίαση, κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες, από το 23% στο 13%.
Και σήμερα η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι μετά το 2018, και υπό την προϋπόθεση ότι επιτυγχάνονται τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, θα μειώσει το ΦΠΑ στην εστίαση από το 24% που τον πήγε στο 13% που τον βρήκε.
Τρανή απόδειξη της αποτυχίας σας.
Συμπερασματικά, υποχωρήσεις συνεχώς και παντού, διαπραγματευτικές ήττες και ψέματα είναι το τρίπτυχο της Κυβερνητικής αποτυχίας.
Ας μην προσπαθεί συνεπώς άλλο η Κυβέρνηση να «μασκαρέψει» την αλήθεια.